Ολους τους αντιπάλους του τούς έχει φυλακίσει. Ολα τα μέσα ενημέρωσης τα έχει υποτάξει. Ολες τις συγκεντρώσεις υπέρ του Οχι τις είχε απαγορεύσει. Και πήρε μόνο 51% και κάτι ψιλά; Χάνοντας τις τρεις μεγάλες πόλεις;
Τελικά, ο Ερντογάν θα μπορούσε και να έχει χάσει. Τον έσωσαν η πολύ βαθιά Τουρκία και η τουρκική διασπορά (μαζί με κάτι μαγειρέματα στις κάλπες). Το όνειρό του όμως να γίνει ένας νέος σουλτάνος, ή έστω ένας νέος Ατατούρκ, δύσκολα θα γίνει πραγματικότητα. Το άστρο του αρχίζει να δύει. Και το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι πώς θα αντιδράσει. Θα κλιμακώσει την καταστολή στο εσωτερικό και τις προκλήσεις στο εξωτερικό όπως κάνει μετά την απόπειρα πραξικοπήματος; Ή θα τείνει χείρα φιλίας όπως του ζητά η Μέρκελ;
Οι πρώτες του δηλώσεις ήταν σκληρές. Προανήγγειλε ένα νέο δημοψήφισμα, αυτή τη φορά για την επαναφορά της θανατικής ποινής, κάτι που θα κόψει οριστικά τις γέφυρες με την Ευρώπη. Ο στόχος του είναι προφανής: να διχάσει την αντιπολίτευση, που μετά την εξαιρετική επίδοσή της στο δημοψήφισμα αρχίζει να πιστεύει στον εαυτό της, και να εξασφαλίσει ότι το συντηρητικό κομμάτι του εκλογικού σώματος θα παραμείνει συσπειρωμένο γύρω του. Γνωρίζει όμως ότι με τις αγχόνες δεν θα λύσει τα προβλήματά του. Ακόμη και οι δικτάτορες εκσυγχρονίζονται–με εξαίρεση τον παράφρονα της Βόρειας Κορέας, που δεν αποτελεί ακριβώς πρότυπο.
Είναι δύσκολο να πει κανείς για κάποιον που επιδοκιμάστηκε από 25 εκατομμύρια ανθρώπους ότι είναι απομονωμένος. Ομως ο τούρκος πρόεδρος αποδοκιμάστηκε από σχεδόν άλλους τόσους, μεταξύ των οποίων και όλους εκείνους στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας. Και η αλήθεια είναι ότι δεν του έχουν μείνει πολλοί φίλοι. Εκτός από τις απειλές και τους εκβιασμούς πρέπει να κάνει λοιπόν και μερικά ανοίγματα. Αυτά δύσκολα θα γίνουν στο εσωτερικό μέτωπο. Το κυνήγι των γκιουλενιστών δεν θα σταματήσει, οι δίκες των δημοσιογράφων θα συνεχιστούν, οι Κούρδοι θα παραμείνουν στο στόχαστρο. Πιο εύκολα θα μπορούσε να επιχειρηθεί ένας ελιγμός στο εξωτερικό, για παράδειγμα στο Κυπριακό.
Ενας ηττημένος Ερντογάν θα αντιμετώπιζε τον πειρασμό της φυγής μέσα από μια τεχνητή κρίση. Ενας ενισχυμένος Ερντογάν θα καταλαμβανόταν από το αίσθημα της παντοδυναμίας και θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Είναι λοιπόν το προχθεσινό αποτέλεσμα το καλύτερο δυνατό; Εξαρτάται από αυτόν που θα το υποστεί. Και από αυτόν που θα το διαχειριστεί. Την τουρκική αντιπολίτευση. Την Ευρώπη. Την Ελλάδα. Για την Αμερική του Τραμπ δεν μπορούμε να μιλήσουμε, δεν υπακούει στους νόμους της λογικής.
Το είχε γράψει πριν από το δημοψήφισμα ο Εκόνομιστ: η Τουρκία διολισθαίνει προς τη δικτατορία, αλλά η Ευρώπη δεν πρέπει να την εγκαταλείψει. Οχι μόνο επειδή την έχει ανάγκη. Αλλά και επειδή το οφείλει στους τούρκους δημοκράτες.