Σε αυτό το κράτος της ΝΑ. Ασίας οι άνθρωποι χαιρετούν ο ένας τον άλλον με την ερώτηση «Τι έφαγες;». Αυτό είναι το «καλημέρα» τους. Συνήθεια με ρίζες σε μια εποχή που η στοιχειώδης διατροφή ήταν πολυτέλεια και, ύστερα από δεκαετίες αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης, παραμένει ως υπαινικτική υπενθύμιση των χαλεπών καιρών. Ή ως ξόρκι της επιστροφής στην ανέχεια. Γιατί όμως θυμήθηκα πασχαλιάτικα τη Σιγκαπούρη; Διότι, όπως διαπίστωσα, στις παρέες αυτών των μικρών εαρινών διακοπών αλλά και από το διαδικτυακό τράφικ, οι άνθρωποι, όταν δεν μιλούσαν για το «Survivor», μιλούσαν για φαγητό.
Γυναίκες, άνδρες, άνθρωποι με βαρύ επαγγελματικό πρόγραμμα ανέλυαν στα εξ ων συνετέθη τη μαρινάδα του οβελία, το αβγόκομμα της μαγειρίτσας, τη γέμιση της σωστής τυρόπιτας, τα γλυκά με στέβια, τις «μαμαδίστικες» πατάτες με δεντρολίβανο και πώς το τρίβουν το αλάτι Ιμαλαΐων. Ολοι δε και όλες είχαν φτιάξει τα πάντα με τα χεράκια τους (έτσι έλεγαν). Η ζέση και η ένταση της κουβέντας έφθαναν τα όρια του καβγά. Εξού και η έγνοια κάποιων να διασωθεί η εορταστική ατμόσφαιρα («Μην πεις τίποτα εναντίον της χορτοφαγικής μαγειρίτσας. Οι Παπαδόπουλοι είναι χορτοφάγοι»). Μόδα που εγκαταστάθηκε στις συναναστροφές μας, εκτόνωση ή αντίδοτο στην εθνική κατάθλιψη; Ο,τι και να είναι, μια κοινωνία που ανάγει σε αξία τη μαγειρίτσα της μαμάς, ενώ οι ίδιες οι μανάδες μας μαγείρευαν χωρίς να το κάνουν θέμα και χωρίς να περιμένουν επευφημίες, έχει πρόβλημα αξιών. Ειδικά στην εποχή μας, η συζήτηση περί φαγητού έχει νόημα όταν αναφέρεται στην έλλειψή του. Ή έστω, στην ανάμνησή της, όπως στη Σιγκαπούρη. Και όχι στην κρέμα μπαλσάμικο.