Δεν συμβαίνει συχνά κάτι που έχει σημαδέψει μια χώρα ως πολιτικός συμβολισμός να γίνεται μια πραγματικότητα που εκδικείται. Συνέβη με το τούνελ της Κλόκοβας, στην Ιόνια Οδό, όπου οι σχηματίστηκαν ουρές πολλών χιλιομέτρων επειδή τέθηκε εκτός λειτουργίας η μια από τις δυο λωρίδες της κυκλοφορίας του.
Στην άκρη αυτού του τούνελ υπήρχε πραγματικά ένα φως –δεν ήταν απλώς ένα ρητορικό σχήμα που πρώτος χρησιμοποίησε τη δεκαετία του 1980 ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και στο εσωτερικό του, ένας κόσμος εγκλωβισμένων έπαιζε αυτό στο οποίο έχει εθιστεί να παίζει την περίοδο της Μεταπολίτευσης: το παιχνίδι της ιερής αγανάκτησης, της δίκαιης οργής, της αιώνιας απόγνωσης. Μαζί με τις μεταπολιτευτικές μας έξεις, στο τούνελ της Ιόνιας Οδού στριμώχτηκε και ο μεταπολιτευτικός μας τρόπος: οι υπερτιμολογήσεις των υλικών, οι καθυστερήσεις των εργολάβων και ο πόλεμος μεταξύ τους, η αδράνεια της πολιτείας και οι παθογένειες των υπηρεσιών της, τα πρωθυπουργικά εγκαίνια που ενδεχομένως έγιναν πριν από την ώρα τους.
Είναι εικόνες που αναβοσβήνουν σαν φλας στο οπτικό πεδίο ενός οδηγού όταν είναι υποχρεωμένος να κινηθεί με είκοσι και τριάντα χιλιόμετρα την ώρα, έχει πάψει να αναρωτιέται πότε θα δει επιτέλους το φως στην άκρη του τούνελ και αντιλαμβάνεται ότι, στριμωγμένος μέσα σε αυτό, είναι αδύνατον να απολαύσει ακόμη και μια στιγμή ατόφιας προόδου. Στην πραγματική ζωή το τούνελ είναι μια διευκόλυνση, ένα πέρασμα που μειώνει τις αποστάσεις. Στην πολιτική μετατράπηκε σε άχθος, σε συλλογική τιμωρία. Και στην Ιόνια Οδό έγινε σαφές ποιος αντέγραψε ποιον. Εγινε απολύτως ξεκάθαρο ότι η πραγματική ζωή υπέκυψε στους συμβολισμούς της πολιτικής.