Το πρώτο σοκ ήρθε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και είναι η μείωση των προβλέψεων για τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης από το 2,8% στο 2,2%. Αλλά και αυτό δύσκολο είναι, καθώς προϋποθέτει εκτίναξη της οικονομίας με ρυθμό 4,2% το τελευταίο τρίμηνο όταν ακόμα δεν έχει φανεί το φως στο τούνελ της αργόσυρτης διαπραγμάτευσης. Το σοκ έγκειται στην εκτίμηση του ΔΝΤ ότι το 2022, όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται ακόμα στο κυνήγι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ κατά τις απαιτήσεις των ευρωπαίων δανειστών της, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι μόλις 1%. Λιτότητα μακράς διαρκείας, δηλαδή, για να βγαίνουν τα νούμερα, αφού η αναπτυξιακή δυναμική δεν θα είναι ικανή να θρέψει τα πλεονάσματα.
Το δεύτερο σοκ ήρθε χθες από τον προϋπολογισμό. Για πρώτη φορά τον Μάρτιο, ύστερα από πολλούς μήνες εντυπωσιακών υπερπλεονασμάτων, τα κρίσιμα δημοσιονομικά μεγέθη (πρωτογενές πλεόνασμα και δημοσιονομικό έλλειμμα) μόλις που ξεπέρασαν τους φετινούς στόχους αλλά βρέθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι. Η πρώτη εξήγηση που δίνει το υπουργείο Οικονομικών αναδεικνύει συγκυριακούς παράγοντες. Δεν εισπράχθηκαν στην ώρα τους τον Μάρτιο 1,234 δισ. ευρώ από την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων και γι’ αυτό, υποστηρίζουν, χαμήλωσε το πλεόνασμα. Τα αναλυτικά στοιχεία για την πορεία των εσόδων κωδικό προς κωδικό σε περίπου δέκα ημέρες θα δείξουν το μέγεθος και το βάθος του ενδεχόμενου προβλήματος. Προς το παρόν καταγράφεται πρωτογενές πλεόνασμα 1,068 δισ. στο τρίμηνο έναντι 1,863 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα, παραμένοντας όμως κατά 72 εκατ. ευρώ υψηλότερο σε σχέση με τις προβλέψεις.
Το τρίτο σοκ είναι πιθανόν το χειρότερο. Το ΔΝΤ προετοιμάζεται να δημοσιοποιήσει σήμερα τις προβλέψεις του για την πορεία των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια και οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 από χέρι όπως εκτίμησε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός στη βάση του εντυπωσιακού αποτελέσματος του 2016.
Το μέγεθος των αποκλίσεων ανάμεσα στις ελληνικές προβλέψεις και τις αντίστοιχες του Ταμείου θα κρίνει πολλά. Αν τα μέτρα εφαρμοστούν όλα μαζί (και περικοπές στις συντάξεις 1,8 δισ. και μείωση αφορολογήτου για επιπλέον 1,8 δισ.) το 2019, αν, πότε και σε ποιο βαθμό θα ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα και εντέλει μέχρι πού θα φτάσει η βαλίτσα της λιτότητας στην Ελλάδα. Διότι εάν οι Ευρωπαίοι επιμένουν σε πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνεχίσει να μη βλέπει πλεονάσματα πάνω από 1,5% όπως υποστήριζε μέχρι πρότινος, τη νύφη θα κληθεί και πάλι να την πληρώσει η ελληνική κοινωνία. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι μια πτυχή του προσυμφώνου της Μάλτας αφορά τον ειδικό ρόλο που θα έχει σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ στο ζύγισμα των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια. Κι αν το Ταμείο βλέπει χαμηλότερα πλεονάσματα, μέχρι τώρα ζητά πρόσθετα μέτρα όσο οι Ευρωπαίοι δεν μειώνουν στους στόχους.
Το ΔΝΤ πάντως, χθες, με συνέντευξη της Κριστίν Λαγκάρντ η οποία δημοσιεύθηκε σε τρεις ευρωπαϊκές εφημερίδες («Le Figaro», «El Pais», «Le Soir») τάχθηκε ευθέως για μία ακόμα φορά υπέρ της μείωσης του στόχου για τα πλεονάσματα αλλά και της ουσιαστικής διευθέτησης του χρέους. Η επικεφαλής του ΔΝΤ ξεκαθάρισε ότι χωρίς διευθέτηση του χρέους το Ταμείο δεν πρόκειται να μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα επισημαίνοντας ότι στόχος είναι να υπάρξει σύγκλιση απόψεων στα βραχυπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα και στα μεσοπρόθεσμα τα οποία θα καθορίσουν και την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
«Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε παράλογες προβλέψεις ή να χτίσουμε ένα αδικαιολόγητο μακροοικονομικό πλαίσιο» τόνισε η επικεφαλής του ΔΝΤ επαναλαμβάνοντας την άποψη του Ταμείου ότι «ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% είναι λογικό δεδομένων των όσων έχει περάσει η ελληνική οικονομία και λαμβάνοντας υπόψη την ικανότητα των Ελλήνων για μεταρρυθμίσεις». Παρά το καρφί αναφορικά με την ικανότητα μεταρρυθμίσεων, η Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι υπάρχει πρόοδος στο θέμα των απαιτήσεων πρόσθετων μεταρρυθμίσεων από την ελληνική κυβέρνηση.
Δεν βάζει εμπόδια
η Ουάσιγκτον
Την ίδια ώρα, ο παράγοντας Τραμπ δεν φαίνεται να δημιουργεί προσκόμματα για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Κόντρα στον σκεπτικισμό που υπήρξε τους προηγούμενους μήνες, χθεσινή συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Στ. Μνούτσιν στους «Financial Times» υποδεικνύει ότι η αμερικανική κυβέρνηση μάλλον δεν θα βάλει εμπόδια σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ενθαρρύνουν το Ταμείο να συζητήσει τη συμμετοχή του, είπε ο Μνούτσιν, παρότι νωρίτερα είχε επισημάνει ότι «ο βασικός ρόλος του ΔΝΤ δεν είναι να δανείζει πλούσιες χώρες». «Πιστεύουμε ότι είναι κυρίως ευρωπαϊκό θέμα, αν και είναι κάτι που παρακολουθούμε γιατί είναι σημαντικό για την παγκόσμια οικονομία και τις παγκόσμιες αγορές», δήλωσε προσθέτοντας ότι ελπίζει ότι μια λύση για την «ελληνική κατάσταση» μπορεί να προκύψει στο «κοντινό μέλλον».