Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν πίστεψε ότι το δημοψήφισμα της Κυριακής σχετικά με 18 τροποποιήσεις του Συντάγματος θα του επιτρέψει να παγιώσει τη θέση του στην εξουσία της χώρας εύκολα. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο εύκολα όσο πίστευε.

Παρότι υπάρχουν πολλές καταγγελίες για την άνιση προεκλογική εκστρατεία όσον αφορά την προβολή των επιχειρημάτων του Οχι, η εκστρατεία υπέρ του Ναι δεν συγκέντρωσε τα ποσοστά που ήλπιζε το προεδρικό περιβάλλον. Τόσο ριζικές αλλαγές πολιτεύματος – όπως η μετάβαση από κοινοβουλευτικό σύστημα σε προεδρικό, χωρίς την ύπαρξη ουσιαστικού ελέγχου – συνήθως θα απαιτούσαν ξεκάθαρη εθνική συναίνεση. Το 49% του Οχι στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, γράφουν οι «New York Times», ιδιαίτερα καθώς υπάρχουν πολλές ανησυχίες για παραβιάσεις των κανονισμών, στερεί αυτή τη συναίνεση. Η ψήφος της Κυριακής αποδεικνύεται επίσης ότι, παρά τα χρόνια των αυταρχικών τακτικών του Ταγίπ Ερντογάν, η τουρκική δημοκρατία έχει ακόμα σφυγμό. Δεδομένων των συνθηκών, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτελεί μεγάλη νίκη για την αντιπολίτευση. Οι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες ενώ ίσχυε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα. Στο βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης δεν επετράπη να κινητοποιήσει τους υποστηρικτές του. Ο πιο χαρισματικός ηγέτης τής αντιπολίτευσης βρίσκεται στη φυλακή. Και ο Ερντογάν χαρακτήρισε όσους αντιτίθενται στο προεδρικό σύστημα ως «τρομοκράτες». Η εκστρατεία του Ναι κέρδισε πολύ περισσότερο χρόνο προβολής στα ΜΜΕ λόγω του κυβερνητικού ελέγχου στα περισσότερα από αυτά. Σε πολλές περιοχές κατέβηκαν αφίσες του Οχι.

Στους ανεξάρτητους παρατηρητές δεν επετράπη να παρακολουθήσουν την ψηφοφορία και την καταμέτρηση, ενώ η εκλογική επιτροπή απέρριψε το αίτημα παρατηρητών από κόμματα της αντιπολίτευσης να παραστούν στη διαδικασία της ψηφοφορίας. Η εκλογική επιτροπή πήρε μια απόφαση την Κυριακή, την τελευταία στιγμή ουσιαστικά, να δυσκολέψει πολύ τις καταγγελίες για νοθεία. Οι εκπρόσωποι του Συμβουλίου της Ευρώπης παρατήρησαν ότι «οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής στη διαδικασία της καταμέτρησης απομάκρυναν μια σημαντική ασφαλιστική δικλίδα».  Παρ’ όλα αυτά, οι ψηφοφόροι απέδειξαν ότι ακόμα πιστεύουν στη δημοκρατική διαδικασία τόσο ώστε να φθάσουν μέχρι τις κάλπες. Ομως αυτό μπορεί να αλλάξει. Πολλοι Τούρκοι φοβούνται πως η ψηφοφορία της Κυριακής αποτελούσε την τελευταία ευκαιρία για τη δημοκρατία στη χώρα τους. Τώρα οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις έχουν εγκριθεί και η Τουρκία έχει πλέον ένα προεδρικό σύστημα χωρίς ελέγχους. Ο Ερντογάν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία έως το 2019 και μπορεί να επιλέξει δικαστές και υπουργούς, να διορίζει απευθείας τους επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας, τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων και τα στελέχη των δημόσιων υπηρεσιών. Μπορεί να εκδίδει προεδρικά διατάγματα χωρίς να τα ελέγχει κανένας. Το πώς θα χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν τις νέες του εξουσίες θα καθορίσει την τύχη της τουρκικής δημοκρατίας. Θα ακούσει το πολωμένο του έθνος και θα προσπαθήσει να γιατρέψει τις πληγές κινούμενος προς το κέντρο; Ή θα συνεχίσει στον δρόμο του λαϊκισμού και του αντιδυτικού εθνικισμού; Η μικρή πλειοψηφία που κέρδισε στο δημοψήφισμα απαιτεί να προσαρμόσει την στρατηγική του πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2019.

Καταρχήν, ο Ερντογάν θα πρέπει να συνάψει συμφωνία με τους Κούρδους, τους οποίους δαιμονοποίησε μετά το 2015. Αφότου το κυβερνών κόμμα έχασε την πλειοψηφία τον Ιούνιο, έβαλε στην άκρη το νόμιμο κουρδικό πολιτικό κίνημα φυλακίζοντας τους ηγέτες του και ακολούθησε επιθετική πολιτική με στρατιωτικές επιχειρήσεις ως απάντηση στις επιθέσεις του ΡΚΚ. Αυτό τον βοήθησε να εξασφαλίσει τη στήριξη των σκληρών τούρκων εθνικιστών.

Ομως οι εθνικιστές φαίνεται ότι απογοήτευσαν τον πρόεδρο την Κυριακή, καθώς πολλοί εξ αυτών σε όλη τη χώρα τάχθηκαν εναντίον των μεταρρυθμίσεων. Ομως, έλαβε μεγαλύτερη υποστήριξη από όση περίμενε από τους κούρδους ψηφοφόρους, καθώς αρκετοί εξ αυτών είναι συντηρητικοί και θεωρούν πως ο Ερντογάν έιναι ο μοναδικός πολιτικός που μπορεί να διαπραγματευθεί ειρηνευτική συμφωνία.

Η ειρήνη με τους Κούρδους θα μπορούσε όχι μόνο να του φέρει ψήφους, αλλά θα σταθεροποιούσε την τουρκική οικονομία που δοκιμάζεται και στη διαδικασία θα ενίσχυε την δημοτικότητα του προέδρου. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν οι επενδυτές έβλεπαν την Τουρκία ως μεγάλη ευκαιρία, όμως τελευταία δείχνουν να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους. Η τουριστική βιομηχανία της χώρας έχει πληγεί λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων. Ο Ερντογάν έχει πολλά κίνητρα για να προσπαθήσει να φτιάξει την κατάσταση.

Η απώλεια των μεγάλων αστικών κέντρων – μεταξύ των οποίων και η Κωνσταντινούπολη, στην οποία ποτέ δεν έχει χάσει εκλογές από το 1994, όταν έγινε δήμαρχος – ήταν άλλο ένα πλήγμα για τον τούρκο πρόεδρο. Το κυβερνών κόμμα χρειάζεται μια νέα στρατηγική για να κερδίσει πάλι τους αστικούς πληθυσμούς, τους μορφωμένους πολίτες που το υποστήριζαν παλιά, όμως πλέον αισθάνονται αποξενωμένοι λόγω της αυταρχικής πολιτικής Ερντογάν.

Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Σε όλη του την πολιτική καριέρα ο Ταγίπ Ερντογάν τα πάει καλά όταν υπάρχει πόλωση. Ομως για να μπορέσει να κυβερνήσει αυτή τη βαθιά διχασμένη χώρα και να εξασφαλίσει νίκη το 2019, θα πρέπει να κινηθεί προς το κέντρο, να χαμηλώσει τους τόνους και να γιατρέψει τις πληγές του 50% του πληθυσμού που δεν τον ψήφισε. Αλλιώς, μπορεί η Τουρκία να βρίσκεται μπροστά σε μεγαλύτερη αστάθεια και χάος.