«ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν από γνωστά πρόσωπα της δημόσιας ζωής και συνεργάτες της εφημερίδας να θυμηθούν μία εικόνα ή ένα περιστατικό που κατά την προσωπική τους εμπειρία αποτυπώνει το κλίμα της χούντας από την επιβολή της οποίας συμπληρώνονται σήμερα 50 χρόνια. Ο σκιτσογράφος των «ΝΕΩΝ» Κώστας Μητρόπουλος, ο δημοσιογράφος Γιάννης Διακογιάννης και ο φωτογράφος Αριστοτέλης Σαρηκώστας καταθέτουν τις δικές τους εμπειρίες.
Ο καφές που χύθηκε
Κώστας Μητρόπουλος
Είναι περιαυτολογία αλλά έχει πλάκα γι’ αυτό και τη διηγούμαι. Ηταν προς το τέλος της χούντας, τότε που είχαν ζορίσει τα πράγματα.
Στη Γαλλία πέθανε ξαφνικά ο Πομπιντού και βάλανε υπηρεσιακό πρόεδρο τον Αλέν Ποέρ. Ηταν καραδεξιός και προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.
Η «Μοντ» είχε βγεί με τίτλο: «Οσμή φασισμού στη Γαλλία!».
Εκανα ένα σκίτσο με δύο τύπους να διαβάζουν την εφημερίδα και να σχολιάζουν.
– Οσμή φασισμού στη Γαλλία, έλεγε ο ένας.
– Μόνον στη Γαλλία; Μέχρι εδώ μυρίζει, έλεγε ο άλλος.
Ηταν μια χαζούλικη αναφορά στα ντόπια και φυσικά γίναν έξω φρενών.
Πήραμε μια απανταχούσα να εμφανισθούμε στην καζάρμα της Ζαλοκώστα.
Ο Νίτσος την έκανε ευθαρσώς και εγώ αναγκαστικά σούρθηκα μέχρι εκεί πανικόβλητος.
Φαντάρια στις πόρτες, θεοσκότεινοι διάδρομοι, σιωπηλός όροφος, ένα τεράστιο γραφείο και πίσω μια φιγούρα, σκέτη κόλαση.
Ηταν ο γνωστός ταξίαρχος –που τον θεωρούσαν και μισότρελο –που έκανε κουμάντο σε ό,τι αφορούσε τον Τύπο. Κουνούσε την εφημερίδα.
– Εσύ είσαι;
– Μάλιστα κύριε ταξίαρχε, απάντησα.
Διάβασε ήρεμα και χαμηλόφωνα τη λεζάντα του σκίτσου:
– Μόνο στη Γαλλία; Μέχρι εδώ μυρίζει…
Και ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει:
– Τι μυρίζει ρε; ΤΙ ΜΥ-ΡΙ-ΖΕΙ;
Με μια φωνή καμπάνα που ανάσταινε νεκρούς.
– ΤΙ ΜΥΡΙΖΕΙ ΡΕ;
Εγω έτρεμα, τα φαντάρια γύρω είχαν πανιάσει και αυτός να ωρύεται!
– ΤΙ ΜΥΡΙΖΕΙ ΡΕ;
Τότε ανοίγει η πόρτα του γραφείου και εμφανίζεται το γκαρσόνι του ορόφου.
– Ο καφές κύριε ταξίαρχε! Φούσκωσε το μπρίκι και μάς χύθηκε!
Χαμός έγινε. Βγήκαν διπλωμένοι στα γέλια από τα γραφεία στους διαδρόμους και ο ταξίαρχος μάς κοιτούσε ψιλομπερδεμένος.
– Ποιος σε φώναξε εσένα ρε μαλάκα; ρώτησε το γκαρσόνι που έφυγε αστραπή. Μετά γύρισε σε μένα.
– Και συ άντε στο διάολο από δω!
Εγινα μπουχός!
Πέναλτι και «λάκτισμα»
Γιάννης Διακογιάννης
Ημουν στην ΕΡΤ από τον Απρίλιο του ’66. Ο 11ος ή ο 12ος που προσλήφθηκε με εξάμηνη σύμβαση. Η λογοκρισία άγγιζε τα όρια της φαιδρότητας. Θυμάμαι γινόταν πρωτάθλημα στίβου στο Λένινγκραντ και με τη συμμετοχή των ΗΠΑ. Ο επόπτης λοχαγός της χούντας όμως στην τηλεόραση, που τότε έβαζε πρόγραμμα από το κτίριο του ΟΤΕ στην πλατεία Βικτωρίας, απαγόρευε στην περιγραφή αναφορές στην πόλη καθώς επίσης στη Σοβιετική Ενωση. «Μα Σοβιετική Ενωση λέγεται το κράτος», έλεγα εγώ και μου απαντούσε, «δεν υπάρχει Σοβιετική Ενωση, αλλά Ρωσία».
Στις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις εξάλλου, για το καθεστώς ήταν λάθος να λέω «κόρνερ» αλλά έπρεπε να λέω «γωνιαίο λάκτισμα» και αντί για «φάουλ» και «γκολ» να λέω «λάθος» και «στόχος» ή «τέρμα» αντιστοίχως. «Πέναλτι» για τον επίτροπο λογοκρισίας δεν υπήρχε και επέβαλλε να λέω «λάκτισμα», ασχέτως αν όλοι αυτοί οι ποδοσφαιρικοί όροι ήταν διεθνείς.
Γι’ αυτούς τους λόγους, αλλά και επειδή τότε είχα συνεργασία με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων μού είχαν κόψει το τηλέφωνο στο σπίτι και τις εκπομπές που έκανα στην τηλεόραση για περίπου δύο μήνες. Με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα εξομαλύνθηκαν και ηρέμησαν.
Φυγάδευση φωτογραφιών
Αριστοτέλης Σαρρακώστας
Στις 6 το πρωί της 21ης Απριλίου με ξύπνησαν χτυπήματα στην πόρτα. Ηταν η μητέρα μου. «Αριστοτέλη, μην πας στο γραφείο διότι έχουν βγει τα τανκς στους δρόμους, έγινε πραξικόπημα», μου είπε. Ντύθηκα και κατευθύνθηκα για το γραφείο του Associated Press στο οποίο εργαζόμουν και βρισκόταν στην οδό Κολοκοτρώνη. Πήρα τον φωτογραφικό εξοπλισμό μου –από τις ελάχιστες φορές που δεν τον είχα στο σπίτι –και βγήκα στο Σύνταγμα.
Αντίκρισα σε κλοιό τανκς το Κοινοβούλιο. Στη βεράντα πάνω από την είσοδο της Βουλής που βλέπει προς την πλατεία δύο στρατιώτες είχαν στήσει ένα οπλοπολυβόλο. Αρχισα να φωτογραφίζω. Τράβηξα δύο – τρία καρέ αλλά με γράπωσαν δύο με πολιτικά.
Αν και τους είπα ότι δεν φωτογράφιζα τη Βουλή, δεν πείστηκαν και με συνέλαβαν. Καθοδόν για το Β’ Αστυνομικό Τμήμα, που ήταν στη συμβολή Λέκκα και Κολοκοτρώνη, συναντηθήκαμε με έναν αρχιφύλακα της Τροχαίας που, για καλή μου τύχη, γνωριζόμασταν από τις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα διότι τον είχα φωτογραφίσει, ενώ ρύθμιζε την κυκλοφορία στο κουβούκλιό του με δώρα που άφηνε ο κόσμος γύρω του και του είχα δώσει κάποιες φωτογραφίες να τις έχει.
«Αφήστε θα τον πάω εγώ» είπε στους δύο συναδέλφους του με τα πολιτικά, όταν του εξήγησαν τι είχε προηγηθεί. Με άφησαν σε εκείνον παραδόξως. «Οντως φωτογράφιζες;» με ρώτησε και του είπα «αστειεύεσαι, τέτοιες ώρες». Δεν με πίστεψε αλλά με άφησε. Πήγα στο γραφείο να στείλω τις φωτογραφίες στα ξένα πρακτορεία. Οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν κομμένες. Ξαναγύρισα στο Σύνταγμα και από ταράτσα κτιρίου πλάι στη γαλλική πρεσβεία φωτογράφισα το Κοινοβούλιο από άλλη γωνία πια με καλύτερη θέα. Ξάφνου ένιωσα ένα χέρι να μού γραπώνει τον αστράγαλο. Με συνέλαβαν, σκέφτηκα, αλλά ήταν ο θυρωρός του κτιρίου που καθυστερημένα με αντιλήφθηκε και ανέβηκε για να μου πεί να φύγω. «Καταλαβαίνεις τι θα πάθω αν σε βρουν εδώ», είπε.
Επέστρεψα στο γραφείο, πήρα το ΙΧ μου και κατευθύνθηκα στο αεροδρόμιο. Μόλις που προλάβαινα την τελευταία πτήση για Ρώμη. Επρεπε να φυγαδεύσω το υλικό που είχα τραβήξει στο εξωτερικό. Με θράσος πέρασα στην αίθουσα VIP του Ανατολικού Αερολιμένα χωρίς να με σταματήσουν οι δύο αστυφύλακες που έστεκαν στην είσοδό της, ίσως νόμισαν ότι ήμουν κάποιος επειδή φορούσα κοστούμι. Ενστικτωδώς εμπιστεύτηκα έναν τριανταπεντάρη Ελληνα. Δέχθηκε να μεταφέρει τον φάκελο με τις φωτογραφίες υπό τον όρο να τον έδινα χέρι με χέρι στη σκάλα του αεροσκάφους. Εκείνος επιβιβάστηκε στο λεωφορείο κι εγώ με τα πόδια κατευθύνθηκα στο αεροπλάνο, μιας και απείχε καμιά εκατοστή μέτρα από το κεντρικό κτίριο. Στην αρχή της σκάλας, με τρόπο, κάναμε την ανταλλαγή. Με αυτό τον περιπετειώδη τρόπο οι πρώτες φωτογραφίες από το πραξικόπημα κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα σε όλη την Ευρώπη.