Δεν είμαι καλός στους επετειακούς λόγους, αλλά ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της κοσμήτορος της Νομικής Διονυσίας Καλλινίκου γιατί σκέφτηκα πως φέτος είναι η επέτειος των 50 χρόνων από την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών. Για μένα και για κάποιους ανθρώπους της ηλικίας μου, ετούτη η επέτειος είναι μια επέτειος ζωής. Πολύ απλά, η χούντα σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή μας.
Κι επειδή οι επέτειοι λίγη αξία έχουν αν δεν συμβάλλουν στη γνώση και την πείρα τού σήμερα, θα αρπάξω την ευκαιρία για να σας θέσω έναν προβληματισμό που μας είχε απασχολήσει πολύ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και που ακόμη, κατά τη γνώμη μου, έχει νόημα να τον συζητούμε.
Ο προβληματισμός αφορά τον ρόλο τού φοιτητικού κινήματος στην αντίσταση κατά της δικτατορίας: αναρωτιόμασταν τότε ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των φοιτητών στον αντιδικτατορικό αγώνα. Ως ερώτημα, βέβαια, σχετίζεται και προϋποθέτει την απάντηση σε ένα άλλο, γενικότερο ερώτημα: πώς θα πέσει η χούντα. Τούτο το τελευταίο ερώτημα ήταν, φυσικά, κρίσιμο για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις και στάθηκε η αιτία σοβαρών ρήξεων ανάμεσά τους.
Θεωρητικά εδώ υπάρχουν δύο απαντήσεις: η πρώτη προκρίνει τον ένοπλο αγώνα, η άλλη τον μαζικό ξεσηκωμό.
Ο πρώτος δρόμος εστιάζει σε ορισμένες δυναμικές ενέργειες: είναι ο δρόμος της απόπειρας δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη, που υπήρξε ίσως το μεγαλύτερο γεγονός αντίστασης κατά της χούντας. Είναι δρόμος ηρωικός αλλά και μοιραία αποσπασματικός, γεγονός που διαγράφει και τα όριά του. Πράγματι, χωρίς την οργάνωση αντίστασης στα Σώματα Ασφαλείας ή στον Στρατό (που φυσικά δεν υπήρχε) φαινόταν πολύ δύσκολο να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα.
Τώρα, ο μαζικός ξεσηκωμός προϋποθέτει μάζες, με άλλα λόγια ανθρώπους συγκεντρωμένους σε ενιαίο χώρο με στοιχειωδώς κοινές προσλαμβάνουσες και κοινά συμφέροντα.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τα εργοστάσια με χιλιάδες εργάτες που συναντά κανείς σε χώρες όπως η Αγγλία ή η Αμερική, ούτε μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς άλλες εστίες που συγκεντρώνουν κατά τέτοιο τρόπο συστηματικά ομοιογενείς μάζες κόσμου.
Υπάρχουν, όμως, τα πανεπιστήμια. Μάλιστα, ίσως ακριβώς επειδή δεν υπήρχε άλλος αντίστοιχος εν δυνάμει πόλος ανάπτυξης αντιδικτατορικών ιδεών, η Ελλάδα δεν κινδύνευε από φαινόμενα όπως αυτό που αντιμετώπισε για παράδειγμα η Γαλλία, όπου οι εργάτες κοιτούσαν με δυσπιστία τους φοιτητές και τα αιτήματά τους.
Το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ήταν χώρος πρόσφορος για μαζικές κινητοποιήσεις. Το ερώτημα, λοιπόν, ήταν πώς αυτές οι φοιτητικές μάζες θα ενεργοποιηθούν ενάντια στο καθεστώς.
Βλέπετε, σε αντίθεση με τις πράξεις ηρωισμού του Παναγούλη ή των αξιωματικών του Ναυτικού, η εξέγερση των φοιτητών βασίζεται και εξαρτάται από την κινητοποίηση πλατιών μαζών και κατά τούτο προϋποθέτει μια κάποια στοιχειωδώς νόμιμη ή ημιπαράνομη δράση με ορισμένη διάρκεια.
Αντί λοιπόν να βασίζεται σε ακαριαία χτυπήματα με στόχο την καρατόμηση της χουντικής συμμορίας, το φοιτητικό κίνημα έπρεπε να χτιστεί πάνω στην προοδευτική καλλιέργεια αντιδικτατορικού κλίματος στους κόλπους του πανεπιστημίου. Με άλλα λόγια, κάποιοι φοιτητές έπρεπε να βγουν μπροστά και να μιλήσουν ανοιχτά μέσα στο πανεπιστήμιο ενάντια στη χούντα.
Ετσι κι έγινε. Είτε με τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα είτε με τους συλλόγους τους είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τα πανεπιστήμια έγιναν εστίες αντίστασης κατά της δικτατορίας.
Με διάφορες μαζικές εκδηλώσεις κατά της χούντας σε όλη τη χώρα, το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε την προμετωπίδα του αντιδικτατορικού αγώνα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η χούντα προσπάθησε να ανασχέσει το κίνημα, εκδίδοντας διάταγμα τον Φεβρουάριο του 1973 (το 1347 της 10/2/1973) για να επιστρατεύονται αυθαίρετα φοιτητές που συμμετείχαν στις πλείστες τότε φοιτητικές αποχές.
Φυσικά, αυτή η ενστικτώδης αντίδραση του καθεστώτος φαντάζει πισωγύρισμα σε σχέση με τα όσα αγωνιζόταν να κατακτήσει το φοιτητικό κίνημα: οι συνταγματάρχες πάσχιζαν να επαναφέρουν στα πανεπιστήμια την περίοδο του τρόμου, την περίοδο που κανένας δεν τολμούσε να εκφραστεί κατά του καθεστώτος.
Τούτο όμως σχεδόν πάντα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία: όταν ξελασκάρει το λουρί, δύσκολα μαζεύεται πάλι. Από τη στιγμή που οι φοιτητές είχαν ανταλλάξει ιδέες δημοκρατικές, από τη στιγμή που είχαν γνωρίσει ψήγματα ελευθερίας στο πανεπιστήμιο, δεν ήταν διατεθειμένοι να τα χάσουν.
Και πράγματι, μόλις λίγες μέρες αργότερα εκδηλώθηκε η (πρώτη) κατάληψη της Νομικής, ίσως το πρώτο περιστατικό του φοιτητικού αγώνα που άγγιξε αισθητά την ευρύτερη κοινωνία.
Αυτές οι πρώτες μαζικές εκδηλώσεις στη Νομική συνέβαλαν κι αυτές με τον τρόπο τους, μαζί φυσικά με τη διεθνή πίεση και την απομόνωση της δικτατορίας, σε μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι λίγους μήνες μετά τη Νομική οι χουντικοί –που στο μεταξύ είχαν καταργήσει τη βασιλεία –στο νέο πολίτευμα προέβλεπαν δήθεν την εκλογή του ανώτατου άρχοντα (του Προέδρου της Δημοκρατίας) απευθείας από τον λαό. Ισως πιο σπουδαία, εξαναγκάστηκαν για πρώτη φορά ύστερα από έξι χρόνια να διορίσουν πολιτική κυβέρνηση –την κυβέρνηση Μαρκεζίνη -, την οποία μάλιστα κάλεσαν να «φιλελευθεροποιήσει» το καθεστώς και να διεξαγάγει εκλογές στις αρχές του 1975.
Ομως το φοιτητικό κίνημα είχε πάρει τέτοια ορμή, που ουσιαστικά τα ήθελε όλα ή τίποτα. Στο κλίμα φιλελευθεροποίησης που προσπαθούσε να επιβάλει το καθεστώς, συνέβη η μεγαλειώδης εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία όμως είχε μαξιμαλιστικά αιτήματα και δεν άφηνε περιθώρια για την ειρηνική λήξη της.
Η δικτατορία του Ιωαννίδη ήταν ένα τρομερό πισωγύρισμα. Στα πανεπιστήμια επικρατούσε τρόμος και κάθε είδους ημινόμιμη δράση των φοιτητών είχε σταματήσει. Αυτό, φυσικά, δεν έγινε χωρίς κάποιο τίμημα. Το καθεστώς του Ιωαννίδη ήταν βάναυσο και τελείως απομονωμένο.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αν το φοιτητικό κίνημα δεν ήταν τόσο μαξιμαλιστικό στα αιτήματά του, θα άνοιγε ένας δρόμος που θα οδηγούσε στο τέλος της δικτατορίας. Η φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη θα μπορούσε να έχει το ίδιο τέλος που είχε η φιλελευθεροποίηση στη Χιλή ή στην Ανατολική Γερμανία, δηλαδή στην ανατροπή των καθεστώτων.
Κατά κάποιο ειρωνικό τρόπο, δηλαδή, από τη στιγμή που ένα δικτατορικό καθεστώς εξωθηθεί σε παραχωρήσεις υπέρ της ατομικής ελευθερίας ή των πολιτικών δικαιωμάτων, προσυπογράφει το τέλος του. Ελευθερία λίγη δεν νοείται: είτε υπάρχει ελευθερία είτε δεν υπάρχει.
Η αξία, λοιπόν, του φοιτητικού κινήματος δεν είναι ότι έριξε τη χούντα, αλλά ότι λειτούργησε σαν αλογόμυγα που υπενθύμιζε διαρκώς την αξία της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
(*) Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης ήταν γραμματέας του Ρήγα. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε, αλλά ανήκει στους ανθρώπους που δεν μιλούν ποτέ γι’ αυτά. Το παραπάνω κείμενο, στο οποίο στηρίχθηκε η πρόσφατη ομιλία του σε εκδήλωση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για την 50ή επέτειο της 21ης Απριλίου, παραχωρήθηκε ευγενώς στα «ΝΕΑ» από τον ίδιο.