Σε υφεσιακό περιβάλλον φαίνεται ότι στροβιλίστηκε η οικονομία και κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, με το καλύτερο σενάριο να μιλά για στασιμότητα. Στην εκτίμηση αυτή καταλήγουν οικονομολόγοι και θεσμικοί παράγοντες, στηρίζοντας τις προβλέψεις τους στα μέχρι τώρα στοιχεία, τα οποία είναι αρκούντως ανησυχητικά, διαψεύδοντας τις όποιες προσδοκίες ακόμη και για δειλή ανάκαμψη.
Από τις πωλήσεις σουπερμάρκετ και βενζίνης, που εκτιμάται ότι υποχώρησαν κατά 6% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, έως την καταναλωτική εμπιστοσύνη, που βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάμισι ετών, τα σκαμπανεβάσματα στον όγκο των εξαγωγών και τις εκροές στις ιδιωτικές καταθέσεις, όλα προοιωνίζονται συνέχιση της ύφεσης και στο πρώτο τρίμηνο.
Οικονομικοί αναλυτές κάνουν σαφές ότι πλέον η πιθανότητα ισχυρής ανάκαμψης για το σύνολο του έτους είναι εξαιρετικά μικρή, καθώς το κεντρικό τους σενάριο κινείται ανάμεσα σε 1% και 1,5% αύξηση του ΑΕΠ για το 2017. Ακόμη και η πιο αισιόδοξη Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναθεωρήσει την εκτίμησή της ανάμεσα στο 1,5% και το 1,7%, και αυτό όμως μόνο εφόσον το πρώτο τρίμηνο κλείσει με θετικό πρόσημο.
Στην πραγματικότητα, η οικονομία πληρώνει την περήφανη διαπραγμάτευση των τελευταίων μηνών, γι’ αυτό και το ψαλίδισμα των εκτιμήσεων πρώτα από το ΔΝΤ για ανάπτυξη (2,2% αντί για 2,7%) και στη συνέχεια από την Κομισιόν δεν εξέπληξε κανέναν. Αλλωστε, και αυτή η πρόβλεψη του Ταμείου για 2,2% χαρακτηρίζεται υπεραισιόδοξη αφού προϋποθέτει έκρηξη ανάπτυξης 4,2% στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, ρυθμό που έχει να δει η χώρα από το 2006.
ΤΟ ΔΝΤ. Από την άλλη, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του ΔΝΤ για το πλεόνασμα του 2018 (2% του ΑΕΠ και όχι 3,5% που προβλέπει το πρόγραμμα), είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν, σύμφωνα με θεσμικούς παράγοντες, προς το χειρότερο τα πράγματα. Η πρόβλεψη του Ταμείου για υστέρηση 1,5% στο πρωτογενές πλεόνασμα του 2018, εφόσον επιβεβαιωθεί, διαφοροποιεί πλήρως το σκηνικό ως προς τον χρόνο εφαρμογής των επιπλέον μέτρων μέσω της ενεργοποίησης του κόφτη σε μισθούς και συντάξεις.
Ομηρος σε κάθε περίπτωση της πολιτικής διαπραγμάτευσης η οικονομία, είδε την ύφεση στο τελευταίο τρίμηνο του 2016 –πισωγύρισμα με εκτιμώμενη αρνητική επίπτωση στο φετινό ΑΕΠ (carry over) 0,6% –μαζί με τη διατήρηση της πίεσης του πρώτου τριμήνου να επιδρούν καταλυτικά στις φετινές προβλέψεις. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Από την υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Μάρτιο για τρίτο διαδοχικό μήνα σε χαμηλά τριάμισι ετών έως τη διατήρηση της πρωτιάς της Ελλάδας στην ΕΕ σε όρους απαισιοδοξίας των νοικοκυριών, η εικόνα μαρτυρά ύφεση. Και από τη μείωση τον Μάρτιο σε ιστορικά χαμηλά της πρόθεσης των νοικοκυριών για αποταμίευση, γιατί πολύ απλά δεν περισσεύουν χρήματα, έως την αύξηση των καταναλωτών που δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα» (63%), όλα δείχνουν μια οικονομία δίχως καύσιμα.
Τραβώντας την κουρτίνα των αριθμών, η κόπωση αντικατοπτρίζεται στις πιο απλές και καθημερινές αγορές. Δίχως διάθεση για κινδυνολογία και σύμφωνα με ανθρώπους του λιανεμπορίου, στο πρώτο τετράμηνο οι πωλήσεις των σουπερμάρκετ υπολείπονται τουλάχιστον 6% έναντι του αντίστοιχου περσινού, ενώ σε προϊόντα πρώτης ανάγκης όπως το γάλα η μείωση σε όγκο φτάνει κοντά στο 10%.

Το φαινόμενο που εμφανίστηκε για πρώτη φορά πέρυσι αποδίδεται σε οικονομική ανέχεια καθώς υπάρχουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας –υψηλής ή και χαμηλής παστερίωσης –τα οποία πωλούνται ακόμη και προς 88 λεπτά το λίτρο. Ετερος δείκτης παρόμοιας βαρύτητας για τους αναλυτές είναι τα καύσιμα κίνησης, δηλαδή βενζίνη και ντίζελ. Στοιχεία από μεγάλες εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών δείχνουν πτώση στο πρώτο δίμηνο της βενζίνης κατά 6% (319.000 τόνοι έναντι 341.000 πέρυσι) και κατά 4% του ντίζελ κίνησης (320.000 τόνοι έναντι 334.000 πέρυσι), παρά τη σημαντική στροφή τα τελευταία χρόνια σε οχήματα αυτής της τεχνολογίας.

ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ. Κάνοντας τη δική τους αποτίμηση, οι εξαγωγείς παρομοιάζουν την κατάσταση με ποδηλάτη που κάποιοι παλεύουν συνεχώς να του βάλουν κατσαβίδια στις ακτίνες των τροχών. Δεν βλέπουν μια ομαλή πορεία των εξαγωγών, αφού κάθε μήνας έχει αυξομειώσεις, εναλλαγές προσήμων, σκαμπανεβάσματα και διακυμάνσεις, με άλλα λόγια μεγάλη δυσκολία προγραμματισμού. Τον Ιανουάριο, για παράδειγμα, οι εξαγωγές (χωρίς τα πετρελαιοειδή) αυξήθηκαν 10%, αλλά τον Φεβρουάριο μειώθηκαν 1,1%. Ως αποτέλεσμα αυτής της αβεβαιότητας οι πελάτες των εξαγωγικών επιχειρήσεων διστάζουν να προεξοφλήσουν τη θετική είδηση από την επικείμενη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε μαζικές παραγγελίες προς την ελληνική βιομηχανία.