Χειμώνας του 1983, ο γράφων δεν έχει κλείσει καν τα επτά και βρίσκεται στο σινεμά Ολύμπιον, στη Σωτήρος Διός στο Πασαλιμάνι. Η αίθουσα, ασφυκτικά γεμάτη. Και ο τίτλος της ταινίας, «Πες τα βρωμόστομε». Από τη μια, η αίσθηση του «απαγορευμένου»: στο οικογενειακό τραπέζι τα μπινελίκια ήταν ρητώς απαγορευμένα, στο σινεμά όμως για κάποιο λόγο ήταν απολύτως θεμιτά. Και ο Ψάλτης έβριζε πιο γρήγορα κι από τη σκιά του. Από την άλλη, η φοβερή μορφή του: Προσπαθήστε να φανταστείτε έναν μακρυμάλλη Νίκο Σταυρίδη σε τετραπλή ταχύτητα και έχετε τον Στάθη Ψάλτη.
Ο Στάθης Ψάλτης γεννήθηκε στο Βέλο Κορινθίας το 1951, όπου έζησε μέχρι την ηλικία των έντεκα. Κάθε φορά που ο κινηματογράφος φτάνει στο χωριό, ο μικρός Στάθης προθυμοποιείται να μαζέψει τις καρέκλες και να συγυρίσει τον χώρο. Σε αντάλλαγμα, βλέπει ταινίες –μέχρι τη στιγμή που η οικογένειά του αποφασίζει να αφήσει το Βέλο και να μετακομίσει στο Αιγάλεω. Η φτώχεια όμως επιμένει: στα 13 του αφήνει το σχολείο για να μπαρκάρει. Δύο χρόνια της ζωής του, στα καράβια. Επιστρέφει διχασμένος ανάμεσα στις επιθυμίες των δικών του και στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Ετσι, τελειώνει τη Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Ευτυχώς, στην Ελλάδα του 1972 υπάρχουν ακόμα ευκαιρίες. Στην αρχή, κάποια μικρά ρολάκια (στη σοφτ ερωτική περιπέτεια «Διαμάντια στο γυμνό σου σώμα», που γυρίζεται εκείνη τη χρονιά, και στην τηλεοπτική σειρά «Οι έμποροι των εθνών» έναν χρόνο αργότερα, όπου και θα τραγουδήσει το «Ητανε μια φορά» του Σταύρου Ξαρχάκου) και κάποιες σποραδικές εμφανίσεις στο θέατρο. Η κωμωδία δεν τον έχει κερδίσει ακόμα και εκείνος κάνει το πρώτο του σημαντικό βήμα.
Το 1979 εμφανίζεται στην τηλεόραση «Ο συμβολαιογράφος», μια διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Ραγκαβή, που με τη σειρά του βασίζεται σε μια ιστορία από την κεφαλλονίτικη κοινωνία του 1825. Τη μεταφορά υπογράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης και ο Ψάλτης βρίσκεται ξαφνικά δίπλα σε σπουδαία ονόματα του θεάτρου (Βασίλης Διαμαντόπουλος, Σταύρος Ξενίδης, Δέσπω Διαμαντίδου) αλλά και σε νέα, εκκολαπτόμενα ταλέντα της εποχής (Γιάννης Φέρτης, Ντίνα Κώνστα, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Χρήστος Κάλοου). Ο δε Γιάννης Ζουγανέλης υπογράφει τη μουσική. Στο μεταξύ, ο ρόλος του Παναγιώτη Μερκάτου, του γραμματέα του ανακριτή που ο Ψάλτης καλείται να ενσαρκώσει, δεν υπάρχει καν στο πρωτότυπο έργο, μιας και αποτελεί έμπνευση του Μιχαηλίδη. Η σειρά γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ο Στάθης Ψάλτης είναι, επιτέλους, ένας γνωστός ηθοποιός.
Από το 1979 μέχρι το 1981 εξαργυρώνει αυτή την αναγνωρισιμότητα σε έντεκα(!) κινηματογραφικές παραγωγές, δίπλα σε ξακουστά ονόματα του σανιδιού και της οθόνης: Ρένα Βλαχοπούλου, Μίμης Φωτόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας, Νίκος Ρίζος, Κώστας Βουτσάς, όλοι μαζί δέχονται «στους κύκλους τους» ένα νέο ταλέντο που, παραδόξως, μοιάζει να κλέβει την παράσταση σε ρόλους σχετικά μικρούς. Μικρούς στο σενάριο δηλαδή, μιας και στα γυρίσματα οι σκηνοθέτες «ξεχειλώνουν» όσο μπορούν τα όριά τους για να εκμεταλλευθούν πλήρως αυτό το νέο, υπερκινητικό ταλέντο. Οι τίτλοι μερικών από αυτές τις ταινίες: «Ο Κώτσος στην ΕΟΚ», «Ο παρθενοκυνηγός», «Παλαβέ, πάμε για καφέ;». Το κοινό θέλει περισσότερο Ψάλτη και οι παραγωγοί το αντιλαμβάνονται αμέσως: το 1981 ο Ομηρος Ευστρατιάδης γυρίζει το «Τροχονόμος Βαρβάρα», που αποτελεί και την καλύτερη στιγμή του στον κινηματογράφο. Και εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ο Στάθης Ψάλτης, αυτός ο ουσιαστικά αταξινόμητος και sui generis τύπος, δεν υπήρξε ποτέ ο «βασιλιάς της βιντεοταινίας». Αντιθέτως, γέμιζε τις κινηματογραφικές αίθουσες: «Καμικάζι αγάπη μου», «Βασικά καλησπέρα σας», «Τρελός είμαι, ό,τι θέλω κάνω», «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια», «Πες τα βρωμόστομε», τίτλοι που, συνολικά, έκαναν εκατομμύρια εισιτήρια. Εκατομμύρια. Ηταν ο μεγαλύτερος αστέρας της δεκαετίας του ’80. Και οδηγήθηκε στο βίντεο πολύ μετά το τέλος της κινηματογραφικής τρέλας, που άφησε πίσω της πολλές κακές ταινίες αλλά και πολλές κατεστραμμένες καριέρες (οδηγώντας μερικούς ακόμα και στην αυτοκτονία, όπως συνέβη με τη Ρένα Παγκράτη και τον Βάσο Ανδριανό). Οχι πως ο Ψάλτης συμβιβάστηκε ποτέ με κάποιου είδους ήττα: «Τη δεκαετία του ’80 τη χάρηκα περισσότερο απ’ όσο φάνηκε. Πέρασα υπέροχα. Ακόμα με βλέπουν και μου φωνάζουν “Στάθη, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος”».
Για μια στιγμή, ο Ψάλτης μπέρδεψε το κοινό του, όταν ανέβασε το «Ημερολόγιο ενός τρελού» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, παράσταση που εξύμνησε η κριτική (δικαίως) αλλά απώθησε το κοινό: οι θεατές βγάζουν εισιτήριο, συνειδητοποιούν πως δεν πρόκειται για κωμωδία και αποχωρούν. Ο Ψάλτης θα επιστρέψει στο σανίδι μονάχα για τις ανάγκες επιθεωρήσεων, οι οποίες όμως γνωρίζουν μεγάλο σουξέ στα ταμεία, ενώ κρατά λίγους και καλούς «ιδιαίτερους» ρόλους στη «Στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, στη «Λυσιστράτη» και στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη –επιπλέον πρόσφατα ενσάρκωσε την… παραμάνα της Ιουλιέτας στο ανέβασμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Λιγνάδης. Πρόλαβε να εμφανιστεί στον «Καζαντζάκη» που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σμαραγδής, ενώ τους τελευταίους μήνες πρωταγωνιστούσε στην επιθεώρηση «Ολοι μαζί… τη φάγαμε» περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα. Οταν όμως ο θίασος βρέθηκε στην Πτολεμαΐδα, ο ηθοποιός αισθάνθηκε αδιαθεσία και επισκέφθηκε νοσοκομείο της πόλης. Και ο χθεσινός θάνατός του γέμισε θλίψη όλους εκείνους που μεγάλωσαν, όχι ακριβώς με τις ταινίες του, αλλά με το γέλιο που ο ίδιος τους χάρισε απλόχερα.