Το βιβλίο του Χανς Χέρμπερτ Γκριμ (1896-1950) που εκδόθηκε ως έργο άγνωστου συγγραφέα είναι ένα κεντροευρωπαϊκό παραμύθι με αξιώσεις αλήθειας ή αλλιώς ένας μύθος – ντοκουμέντο. Ο ξεχασμένος ήρωάς του (που είναι εν πολλοίς ο ίδιος) επανανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα με αφορμή και την εκατονταετία από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου που άφησε πίσω του εκατομμύρια θυμάτων και μια Ευρώπη ολότελα αγνώριστη. Εμεινε στη σκιά άλλων μεγάλων μεταπολεμικών μυθιστορημάτων, όπως το θεματικά κοντινό του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ που εκδόθηκε λίγο πριν, στα 1928, και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα. Οχι ότι το βιβλίο δεν αναγνωρίσθηκε ως μικρό αριστούργημα, αλλά αν και εκδόθηκε στην Αγγλία και την Αμερική, δεν βρήκε ώς σήμερα τη θέση του δίπλα στα κλασικά του 20ού αιώνα (έμελλε τελικά αυτό να συμβεί τον 21ο). Εν πολλοίς ο λόγος είναι ότι η κατεδάφιση των πολεμικών και οργανωτικών αρετών του γερμανικού έθνους που επιχειρείται εδώ είναι ολοσχερής, αλλά και το ότι ο συγγραφέας του δεν ήταν γνωστός, πράγμα εμπορικά ατυχές. Ο ίδιος ο Γκριμ δεν θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του παρά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου επίσης πήρε μέρος, ενδεχομένως αναμένοντας ότι θα επιβραβευόταν η έγκαιρη κριτική του στον μιλιταρισμό και η εκ μέρους του καταδίκη του φασισμού. Αντ’ αυτού κατέληξε ειρωνικώ τω τρόπω να διώκεται από το καθεστώς της τότε Ανατολικής Γερμανίας, του απαγορεύτηκε να δουλεύει ως καθηγητής, έχασε φίλους του που στάλθηκαν σε στρατόπεδα ιδεολογικής αναμόρφωσης και εντέλει αυτοκτόνησε ύστερα από μια κλήση του από τις Αρχές στη Βαϊμάρη, όπου κατά πως φαίνεται αρνήθηκε την ένταξή του σε ένα κόμμα που, κατά δήλωσή του, ήδη περιφρονούσε. Η δικαίωσή του μετά θάνατον είναι αναμφίβολα οδηγός ελπίδας για πολλούς συγγραφείς που βάσιμα θεωρούν εαυτούς αδικημένους.
Απατηλή απλότητα
Το βιβλίο αιφνιδιάζει πρώτον με την απατηλή απλότητα της γραφής του και δεύτερον με την προσωπικότητα του ενθουσιώδους προς τη ζωή, κομμάτι αφελούς και απλοϊκού ήρωά του, του Σλουμπ. Με σαφή έμπνευση από τη μεγάλη φαρέτρα των γερμανικών παραμυθιών ο Γκριμ αρέσκεται να συνεχίζει μια παράδοση κατασκευής ηρώων ολίγον έκκεντρων και αθώων, που έχουν ωστόσο το προσόν να κάνουν τον αναγνώστη να επανακαθορίζει σε κάθε βήμα την ορθότητα των δικών του πεποιθήσεων. Υπηρέτησε έτσι και μια νέα μακρά αφηγηματική παράδοση (θυμηθείτε λ.χ. τον «Καλό Στρατιώτη Σβέικ» του Τσέχου Γιάροσλαβ Χάσεκ έως και τον κινηματογραφικό «Φόρεστ Γκαμπ» περνώντας από το μυθιστόρημα «Η βουή και η μανία» του Ουίλιαμ Φόκνερ). Ο νεαρός Σλουμπ λοιπόν, γόνος μιας ταπεινής επαρχιακής οικογένειας, δεν προκαλεί τα πράγματα, τα αφήνει να έρθουν μόνα τους. Τα κορίτσια έλκονται απ’ αυτόν γιατί δεν νιώθουν ευάλωτα απέναντί του, η ζωή τού προσφέρει μικροχαρές, και μόλις αρχίζει να ονειρεύεται πολεμικές περιπέτειες, κατακτήσεις και ταξίδια, έρχεται η κλήση του να καταταγεί στον στρατό καθώς έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πολλά ευτράπελα και τρυφερά θα συμβούν, ωσότου, καθώς ξέρει και λίγα γαλλικά, βρίσκεται να διοικεί πριν καλά καλά γίνει 18 χρονών ένα ολόκληρο χωριό στα μετόπισθεν, στην κατεχόμενη Λωρραίνη, συνιστώντας το αντικείμενο του πόθου νεαρών και λιγότερο νεαρών αγροτισσών, ασκώντας μετριοπαθώς εξουσία, ιδρύοντας ακόμη και μια γελοία φυλακή όπου μεταφέρει ο ίδιος ένα δοχείο νυκτός προς μια οιωνεί έγκλειστη, διασχίζοντας μάλιστα ολόκληρο το χωριό, καθώς θεωρεί ότι κι αυτό εμπίπτει στα καθήκοντά του. Τα όνειρά του βγαίνουν όλα αληθινά. Ο πόλεμος ώς εδώ δεν είναι για τον Σλουμπ παρά ο «απόηχος των κανονιών που κάνει τα τζάμια να τρίζουν», μια συνηθισμένη τελετουργία προορισμένη να θυμίζει στους ζωντανούς ότι δίπλα τους υπάρχουν και περισσότερο ζοφερές πραγματικότητες.
Απόλυτος παραλογισμός
Οι οποίες βεβαίως διαρκώς πλησιάζουν. Και ο Σλουμπ θα κληθεί κάποτε να υπηρετήσει στο μέτωπο. Εκεί θα ζήσει τον απόλυτο παραλογισμό των χαρακωμάτων, των θανατηφόρων αερίων, κι ακόμη την πείνα, την υγρασία, την κακοοργανωσιά, την ανία και τη θλίψη της απώλειας φίλων του. Οι ωραίες μέρες φαντάζουν πλέον απόμακρες, αλλά ο εύθυμος ήρωάς μας δεν χάνει την πίστη του στη ζωή, ακόμη κι όταν ο στενός του σύντροφος χάνει τη ζωή του παλεύοντας, ολίγον σουρεαλιστικά, με έναν άγγλο στρατιώτη ώσπου καταφέρνει να τραβήξει μια χειροβομβίδα για να γίνουν κι δυο τους κομμάτια. Μάλιστα το περιστατικό αυτό θα έρθει και θα ξαναέρθει στο όνειρό του, κυρίως όταν τραυματίζεται και ο ίδιος. Οντας κατάκοιτος στο νοσοκομείο οραματίζεται έναν ειρηνικό κόσμο, μια Εδέμ που λειτουργεί ως αντίβαρο σε ένα έξοχα ζωγραφισμένο τοπίο Αποκάλυψης, όπου «ο θάνατος κάθεται στα σκαλιά, πορνεύεται την ανάγκη». Πρόκειται για ένα είδος εγκιβωτισμένης αφήγησης (σελ. 164-175) που λυτρώνει τον ήρωά μας, πολύ περισσότερο εμάς, και στη διάρκεια του οποίου ένας παρουσιαστής βγαλμένος από επιθεωρησιακό θέατρο αντιπαραθέτει το καλό με το κακό στον κόσμο μας.
Ο Σλουμπ θα πορευτεί στη συνέχεια με διάφορους τρόπους στη διάρκεια του πολέμου, παίζοντας φυσαρμόνικα σε μια ημιπαράνομη ταβέρνα, κάνοντας λαθρεμπόριο, εκδίδοντας πλαστά χαρτονομίσματα στο Βέλγιο, δωροδοκώντας ποικίλους διαμέσους, αλλά και γονιμοποιώντας την κόρη του ιδιοκτήτη τής πιο πάνω ταβέρνας, με την οποία μάλιστα θα αποκτήσει ένα μικρό Σλουμπ. Παιδιά μεταξύ εμπλεκομένων θα σπαρούν ακόμη και από τη μητέρα και τον πατέρα του με διαφορετικούς, όχι συντοπίτες συντρόφους, ενώ η απόλυτη αναρχία βασιλεύει πλέον. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο συγγραφέας κράτησε την ανωνυμία του καθώς παρόμοιες ιδέες φυλετικής επιμόλυνσης, διαφθοράς και εκθεμελίωσης της ιδέας του εγελιανού κράτους μόνο οργή θα ξεσήκωναν στο Γ’ Ράιχ –όταν και θα καιγόταν το βιβλίο μαζί με αυτό του Ρεμάρκ.
Τρέλα και παρακμή
Μέσα στον ζόφο του πολέμου, καταφθάνει ένα γράμμα από μία παιδιόθεν αγαπημένη που τον περιμένει πάντα. Ο Σλουμπ επικεντρώνεται στην προσπάθεια να επιστρέψει μέσω ενός μισοδιαλυμένου σιδηροδρομικού δικτύου. Η αισιοδοξία του επανέρχεται σαν καταστατική αρχή, και άλλωστε, ακόμη κι αν έχασε σε κάποιες στιγμές «τη χρυσή αθωότητά του», αυτό δεν κράτησε για πολύ. «Πίστευε με μια υπέροχη σιγουριά ότι τελικά όλα θα πάνε καλά». Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Γκριμ έχει γράψει ένα αντιπολεμικό αφήγημα, χωρίς κορόνες, με ακριβή αποτίμηση των πεπραγμένων, με την πεποίθηση ότι η ζωή νικά τελικά τον θάνατο. Ο ήρωας εκπλήσσεται όταν φτάνοντας στην πατρίδα «όλα δούλευαν ακόμη». Κι εμείς εκπλησσόμαστε από ένα βιβλίο που περιγράφει εντέλει την τρέλα και την παρακμή ενός ολόκληρου κόσμου με ανάλαφρα πηδήματα από φράση σε φράση, σαν να αιωρούμαστε ήρωες και αναγνώστες σε ένα ονειρικό κενό, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς. Πρόκειται για την αλήθεια της λογοτεχνίας που έλεγα στην αρχή.
Hans-Herbert Grimm
Σλουμπ
Ιστορίες και περιπέτειες από
τη ζωή του άγνωστου μουσκετοφόρου Εμιλ Σουλτς, όπως τις αφηγήθηκε ο ίδιος
Mτφ. Κατερίνα Τζιναβά, Εκδ. Κέδρος 2016, σελ. 317
Τιμή: 15,50 ευρώ