Εκείνο το θερινό απόγευμα του 1934 έμοιαζε ειδυλλιακό. Αρκεί να έκλεινε κανείς τις εφημερίδες που δημοσίευαν νέες φήμες για πραξικόπημα, με αφορμή τον εκλογικό νόμο και το νομοσχέδιο περί επετηρίδας των αξιωματικών που κατέθετε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, αρκεί να ξεχνούσε για λίγο όσα επακολούθησαν τη χρεοκοπία. Κι αυτή η παρέα που κάθεται στο Ζάππειο θέλει να ξεχαστεί για λίγο κάτω από το αττικό φως –γιατί ο ορίζοντας ολοένα σκοτεινιάζει. Στη Γερμανία απλώνεται ο χιτλερικός τρόμος, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία δοκιμάζεται σοβαρά, στη Σοβιετική Ενωση το σταλινικό καθεστώς εξαπολύει νέες μαζικές εκκαθαρίσεις, ενώ στα Βαλκάνια ένα «σύμφωνο συνεννοήσεως» φέρνει τη πολυβασανισμένη χερσόνησο πιο κοντά στην επερχόμενη ανθρωποσφαγή. Στην Ελλάδα η πολιτική κρίση βαθαίνει, η δημοκρατία βαριανασαίνει.
Ποια είναι όμως αυτή η παρέα του Ζαππείου που θέλει να χαμογελάσει, μήπως και ξορκίσει την ανησυχία; Αριστερά είναι ο Θράσος Καστανάκης. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1901, ζει στο Παρίσι μα ήδη έχει εμφανιστεί δυναμικά στην ελληνική λογοτεχνική ζωή. Η πρώτη του παρουσία είχε γίνει το 1921 στο περίφημο περιοδικό της Πόλης «Ο Λόγος» με το διήγημα «Ο καθένας μονάχος», αλλά και με ποιήματα συμβολιστικών απηχήσεων που θα εκδοθούν με τον τίτλο «Οι ερημιές του Ηλιόχαρου».
Δίπλα του ο Στράτης Μυριβήλης είναι ο μεγαλύτερος της παρέας. Γεννημένος στη Λέσβο το 1892, δάσκαλος στο νησί του, έχει δημοσιεύσει τα πρώτα του διηγήματα στο περιοδικό «Νεότης» της Σμύρνης, προτού έλθει στην Αθήνα για να σπουδάσει και να εργαστεί ως δημοσιογράφος. Η εθνική εξόρμηση το διάστημα 1912-1922 όμως αλλάζει τις προτεραιότητες: υπηρετεί εθελοντικά στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, έχοντας στο ειρηνικό μεσοδιάστημα επιστρέψει στη Μυτιλήνη όπου εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες ιστορίες».
Πλάι του ο Αγγελος Τερζάκης είναι ο μικρότερος της παρέας. Γεννημένος το 1907 στο Ναύπλιο, έζησε εκεί μέχρι το 1915 όταν και μετακόμισε (με την εκλογή του πατέρα του Δημήτριου Τερζάκη ως βουλευτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων) στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά. Στην άκρη δεξιά ο Ηλίας Βενέζης, γεννημένος στο Αϊβαλί το 1904, έχει γνωρίσει ήδη δύο φορές την προσφυγιά. Πρώτη φορά όταν με το ξέσπασμα του Α’ Πολέμου καταφεύγει με τη μητέρα του και τα αδέλφια του στη Μυτιλήνη. Η δεύτερη είναι και η πιο επώδυνη. Μόλις έχει τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του (και το 1921 έχει δημοσιεύσει τα πρώτα του διηγήματα στον «Λόγο» της Πόλης κι αυτός), όταν συλλαμβάνεται μετά την κατάρρευση του μετώπου από τους Τούρκους και ξεκινά τη μαρτυρική πορεία στα τρομερά Αμελέ Ταμπουρού, δεκατέσσερις μήνες στο εσωτερικό της Μικρασίας, από όπου ελάχιστοι επιστρέφουν.
Είναι το 1934 μα όλοι θυμούνται πως η χρονιά-σταθμός και για τους τέσσερις ήταν πριν από δέκα χρόνια. Στα 1924 εκδόθηκε σε βιβλίο «Η ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη (που είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες τον προηγούμενο χρόνο στην «Καμπάνα»). Αν όμως ο Μυριβήλης έδωσε απαράμιλλο σχήμα στα φοβερά βιώματα από την εμπειρία στα μακεδονικά χαρακώματα, ο Καστανάκης προκάλεσε αίσθηση με το μυθιστόρημα «Οι πρίγκηπες», πρώτο μοντερνιστικό μυθιστόρημα της ανανέωσης που αναζητούσε η μεταπολεμική γενιά. Ο Βενέζης, με παρακίνηση του Μυριβήλη, έχει αρχίσει να δημοσιεύει τις τρομερές εμπειρίες της αιχμαλωσίας του σε συνέχειες το 1924 στην «Καμπάνα» της Μυτιλήνης κι αυτός –έτσι θα προκύψει «Το Νούμερο 31328». Κι ο δεκαεπτάχρονος Τερζάκης; Γράφει τα διηγήματα που θα εκδοθούν τον επόμενο χρόνο με τον τίτλο «Ο ξεχασμένος».
Τώρα, δέκα χρόνια μετά, όλα δείχνουν πως παίρνουν τον δρόμο τους. Ο Μυριβήλης και ο Βενέζης έχουν εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Αυτή τη χρονιά εκδίδεται σε βιβλίο το δεύτερο μυθιστόρημα του Μυριβήλη «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», που είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στην «Καθημερινή». Παράλληλα, ο Μυριβήλης κρατά στην «Πρωία» τη στήλη του καθημερινού χρονογραφήματος και επιμελείται τη στήλη «Διηγήματα της Κυριακής» όπου θα δημοσιεύσει πάνω από σαράντα διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων θα σχηματίσουν το «Πράσινο» και το «Γαλάζιο» βιβλίο του. Ο Βενέζης έχει μετατεθεί στο κεντρικό κατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος στην Αθήνα και ο Τερζάκης έχει κάνει, και αυτός, το βήμα προς το μυθιστόρημα («Δεσμώτες» – 1932 και «Η παρακμή των σκληρών» – 1933) απεικονίζοντας το μελαγχολικό κλίμα και την ασφυκτική ατμόσφαιρα της κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Αν ο Τερζάκης και ο Καστανάκης εκφράζουν το νέο, το μοντερνιστικό πνεύμα στην πεζογραφία, Μυριβήλης και Βενέζης νοσταλγούν και πενθούν μια χαμένη πατρίδα.
Ο Μυριβήλης είναι ο μόνος οικογενειάρχης, έχει παντρευτεί στο Εσκισεχίρ το καλοκαίρι του 1920 την Ελένη Δημητρίου από το Δικελί και έχουν ήδη τρία παιδιά. Ο Αγγελος Τερζάκης δεν έχει γνωρίσει ακόμη τη γυναίκα του Λουίζα Βογάσαρη ούτε ο Βενέζης τη Σταυρίτσα Μολυβιάτη. Ο Θράσος Καστανάκης όμως έχει προκαλέσει ένα μικρό σκάνδαλο. Αφού πριν από δύο χρόνια πήρε διαζύγιο από τη φιλόλογο Αγγέλα Βαλιάδου, έχει παντρευτεί ήδη τη μαθήτρια της πρώην γυναίκας του Ελπίδα Μαυροειδή. Αυτή την περίοδο δουλεύει το μυθιστόρημα «Μεγάλοι αστοί» που θα εκδοθεί τον επόμενο χρόνο: οι σκοτεινές πλευρές και τα πάθη των ανθρώπων μιας τάξης που εκφυλίζεται, αλλά και η επιθυμία για ένα φωτεινό μέλλον, στα όρια της ρεαλιστικής ψυχογραφίας, με εμβόλιμα στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του αισθητισμού, του εξωτισμού και του ελληνικού κοσμοπολιτισμού.
Σε λίγο θα βραδιάσει, με το χαμόγελο του Βενέζη να αντισταθμίζει τη μελαγχολία του Τερζάκη. Η μεγάλη νύχτα όμως θα αρχίσει την επόμενη χρονιά. Η μοναρχική παλινόρθωση, η δικτατορία, ο πόλεμος θα ρίξουν βαριά σκιά στη ζωή και στο έργο όλων. Τη μνήμη θα τη λένε λύπη: ο Καστανάκης θα απομακρυνθεί από τους παλιούς συνοδοιπόρους του. Και θα είναι ο μόνος εκείνης της παρέας του Ζαππείου που δεν θα γίνει ακαδημαϊκός.