Ο Βασίλης Βασιλικός, όταν έγινε το πραξικόπημα, έτυχε να βρίσκεται στο εξωτερικό. Αφηγείται παρακάτω, στο «Βιβλιοδρόμιο», αρκετές μυθιστορηματικές λεπτομέρειες των πρώτων ημερών της αυτοεξορίας του, θα πρέπει πάντως να πούμε ότι βρισκόταν ήδη σε τροχιά διασημότητας. Η τριλογία του «Το φύλλο – Το πηγάδι – Τ’ αγγέλιασμα» έκανε ήδη διεθνή καριέρα. Το «Ζ» είχε κυκλοφορήσει ως βιβλίο, όχι όμως και ως ταινία. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1966 και στη Γαλλία τον Οκτώβριο του ’67. Το έκανε γνωστό εκεί η Μαργκερίτ Ντιράς με κριτική της στο «Nouvel Observateur». Τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, στη Γαλλία όπου βρισκόταν, αγόραζε συστηματικά τον «Ελεύθερο Κόσμο» και συνέλεγε διάφορα «μαργαριτάρια» δύο από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος, που μετά έγιναν βιβλιαράκι σπαρταριστό με τίτλο «Υποθήκες Παπ-Πατ», δηλαδή των Παπαδόπουλου και Παττακού. Το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφόρησε ευρέως και ως εκ τούτου η σημερινή επανέκδοσή του με «ΤΑ ΝΕΑ» αποτελεί συλλεκτική προσφορά.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο έλληνας συγγραφέας, ο πλέον πολυμεταφρασμένος μετά τον Καζαντζάκη, περιγράφει γλαφυρά τόσο την περιπέτεια αυτής της έκδοσης όσο και τη δική του προσωπική και συγγραφική περιπέτεια στα χρόνια μετά το πραξικόπημα, από το οποίο χθες συμπληρώθηκε μισός αιώνας.
Θυμίστε μας, αν θέλετε, πότε φύγατε για το εξωτερικό και πού ζήσατε την περίοδο της χούντας.
Εφυγα από την Ελλάδα τέλη του Φλεβάρη του 1967. Είχα μια πρόσκληση για τις ΗΠΑ, όπου δεν πήγα τελικά. Και στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκα θα ξεκινούσα για τη Σουηδία αρχές Απριλίου της ίδιας χρονιάς, καλεσμένος από τον εκδότη μου Βounniers για την παρουσίαση της σουηδικής μετάφρασης της τριλογίας «Το φύλλο – Το πηγάδι – Τ’ αγγέλιασμα». Τελικά η παρουσίαση μετατέθηκε για τις 15 Απριλίου κι έτσι στις 20 του μηνός που θα επέστρεφα αεροπορικώς στην Αθήνα ζήτησα από τον Βounniers, αν γινόταν, να επιστρέψω σιδηροδρομικώς, δεν είχε καμιά αντίρρηση, όσο κι αν του φάνηκε περίεργο, μου έδωσε μάλιστα χωρίς να του το ζητήσω τη διαφορά των δύο εισιτηρίων σε κορόνες.
Ο λόγος ήταν ότι το τρένο σταματούσε για ένα δίωρο στο Ανατολικό Βερολίνο κι όπως η φίλη μου Χάνα Αρεντ είχε έρθει στην Αθήνα μετά την έκδοση του βιβλίου της «Η δίκη του Αϊχμαν» (καλεσμένη, νομίζω, από το περιοδικό «Εποχές») και μου ζήτησε αν ποτέ βρεθώ στο Ανατολικό Βερολίνο να ψάξω να δω αν το σπίτι της υπήρχε ακόμα και στην περίπτωση αυτή να το φωτογραφίσω, με το ίδιο τρένο, αφού εκπλήρωσα την επιθυμία της, συνέχισα το ταξίδι.
Είχα ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στο παράθυρο του τρένου συντονισμένο στον Αμερικανικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων της Γερμανίας, που με αποκοίμιζε ευχάριστα με τη μουσική του, όταν στις 6 το απόγευμα ακριβώς πρώτο στις ειδήσεις ήταν το πραξικόπημα στην Αθήνα, που τελείωνε με τη φράση (τη θυμάμαι σαν τώρα και ανατριχιάζω) «everybody circulating after 6 o’clock will be shot».
Κατέβηκα στον σταθμό του Μονάχου, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από έλληνες μετανάστες που θα κατέβαιναν στην Ελλάδα για το Πάσχα. Τα σύνορα είχαν κλείσει και δεν μπορούσαν να φύγουν.
Τότε τηλεφώνησα σε μια φίλη μου, αμερικανίδα συγγραφέα, μεγάλης ηλικίας, την Γκρέις Στόουν, αν θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για μερικές μέρες (όσες πίστευα ότι θα κρατούσε το πραξικόπημα) στο ξενοδοχείο όπου ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Ρώμη –με τον Γκορ Βιντάλ ως συνοδό –κι εκείνη με δέχτηκε πρόθυμα πιστεύοντας ότι είχα δραπετεύσει από την Ελλάδα.
Μόλις έφτασα, με πήρε στο σπίτι μιας κόμησσας, όπου βρίσκονταν, χωρίς να το ξέρω εκ των προτέρων για να προλάβω το κακό, εκτός από τους ιταλούς και όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που κάλυπταν την Ιταλία και το Βατικανό, 30 τηλεοπτικές κάμερες με αναμμένους τους προβολείς κ.τ.λ.
«Εκπροσωπώ όλους όσοι βρίσκονται εδώ» μου είπε ένας στα αγγλικά, καθώς προχώρησε με το μικρόφωνο στο χέρι. «Πείτε μας, πώς δραπετεύσατε;».
Εμεινα άφωνος. Κατάλαβα την παρεξήγηση. Και απάντησα λέγοντας την αλήθεια. Οτι βρισκόμουν στο εξωτερικό κ.τ.λ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το «πατ-πατ» των προβολέων καθώς σβήναν και την αγανάκτηση των δημοσιογράφων για την κοροϊδία της κόμησσας που τους είχε καλέσει για το «λαβράκι» που νόμισε ότι της έφερνε η φιλενάδα της, η Γκρέις.
Κι έτσι έγινε το «πατ-πατ» λίγο αργότερα το «Παπ-Πατ»;
Ακριβώς! Οταν βρέθηκα δύο μήνες μετά στο Παρίσι, ο Κώστας Γαβράς μάς βόλεψε στο μικρό διαμέρισμα του ζωγράφου Κώστα Πανιάρα που θα έλειπε για ένα διάστημα εκτός Γαλλίας, χωρίς να πληρώνω νοίκι. Κάθε απόγευμα από το drug-store της γειτονιάς στο Καρτιέ Λατέν αγόραζα την εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» του Σάββα Κωνσταντόπουλου. Διαβάζοντας τι λέγαν οι συνταγματάρχες, σκέφτηκα πως μια αποδελτίωση από τις κοτσάνες τους άξιζε να σταχυολογηθεί για την Ιστορία. Ετσι έκοβα τις φράσεις τους που κατόπιν τις εξέδωσα με τον τίτλο «Υποθήκες Παπ-Πατ» για λογαριασμό του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών –που είχαν καταλάβει στο μεταξύ το Ελληνικό Περίπτερο της Cite Universitaire του Μάη του 1968 προς ενίσχυση του αγώνα τους. Αρεσε ιδιαίτερα της Ελένης Βλάχου που βρισκόταν εξόριστη κι αυτή στο Λονδίνο. Παράλληλα έγραψα και το πρώτο πεζό, το «Καφενείο Εμιγκρέκ», για το café Saint-Claude όπου συχνάζαμε οι αυτοεξόριστοι (Φίλιππος Ηλιού, Νίκος Κούνδουρος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Δημήτρης Δεσποτίδης, Μάριος Πλωρίτης, Γιώργος Σεβαστίκογλου, Ανδρέας Στάικος, Διονύσης Σαββόπουλος, Στέλιος Ράμφος, Γιώργος Βέλτσος, Κυριτσόπουλος κ.ά.) παίζοντας μανιωδώς φλίπερ. Σ’ αυτό το μηχανάκι βγάζαμε τ’ απωθημένα μας όταν εξαντλούσαμε τα νεότερα απ’ την πατρίδα.
Κάπου διάβασα ότι η εφημερίδα «Le Monde» σας περιέλαβε στους οκτώ που είχαν συλληφθεί το πρώτο βράδυ του πραξικοπήματος, ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πώς αυτό;
Οι φίλοι μου περίμεναν ότι θα γυρνούσα στις 20 με 21 του μηνός. Ετσι, μη βλέποντας να επιστρέφω, συμπέραναν ότι με πιάσαν στο αεροδρόμιο. Το κείμενο για την απελευθέρωσή μας το υπέγραφαν 70 γάλλοι επώνυμοι συγγραφείς, πολιτικοί και διανοούμενοι. Ανάμεσά τους ήταν και η φίλη μου Μαργκερίτ Ντιράς. Οταν αργότερα τη ρώτησα γι’ αυτό, μου είπε: «Οι 70 έχουμε δώσει εν λευκώ τη συγκατάθεσή μας στο ζεύγος Σαρτρ – Μποβουάρ να βάζει το όνομά μας χωρίς να μας ρωτάει σε όποια παρέμβαση κρίνει σκόπιμο να κάνει σε όποια χώρα».
Ποίηση και μνήμες
«Εις την ξενητείαν κλώσκεται»
Τελικά, πόσα βιβλία γράψατε και τυπώσατε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της επταετίας;
Συνολικά 11 πεζογραφικά και 7 πλακέτες με ποίηση, ιδίοις αναλώμασιν όλα. Ηταν πολύ παραγωγική στη συγγραφή η επταετία της αυτοεξορίας μου, όπως είναι παραγωγικές «οι τύψεις των επιζώντων» από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανάλογες είναι και «οι τύψεις των απόντων» από τον τόπο του μαρτυρίου των φίλων τους και ομοϊδεατών τους.
Με ενέπνευσε το Δυτικό Βερολίνο, όπου βρέθηκα με μια υποτροφία του DAAD το 1970 με 1971. Για το Δυτικό Βερολίνο τότε, ξεκομμένο απ’ την υπόλοιπη Γερμανία, οι Δυτικογερμανοί κάναν το παν για να του δώσουν μιαν επίφαση ζωντάνιας. Να σκεφτείς ότι η μόνη υποχρέωση των υποτρόφων ήταν να κυκλοφορούμε μία με δύο ώρες τη μέρα στην κεντρική λεωφόρο Κουρφούστενταμ! Ετσι, μην καταλαβαίνοντας τα γερμανικά, βρισκόμουν απολύτως ξεκομμένος και μπορούσα να γράφω απερίσπαστος πάντα κάτω απ’ τον αστερισμό του ποντιακού διστίχου: «Εις την ξενητείαν κλώσκεται / και στην πατρίδα να γυγίζ’, λυγίζ’».
Θυμάμαι κι ένα απέξω. Θέλετε να σαςτο πω;
Με χαρά.
Είναι απ’ τη συλλογή «Ο ληξίαρχος»: «Ολοι εναντίον τους / Κανένας μαζί τους. / Κι όμως στέκουν. / Εκρήξεις βομβών. / Αφίξεις στρατηγών / του ΝΑΤΟ. Ηξεις / αφήξεις κάτω. / Κι όμως βεληγκέκουν». Αυτό το «βεληγκέκουν» είχε αρέσει πολύ στον Βαγγέλη Γκούφα που ήταν κι αυτός αυτοεξόριστος οικογενειακά, στη Γενεύη (σ.σ.: Ολα αυτά τα βιβλία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με επιμέλεια του Κώστα Καλφόπουλου, το 2012 σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Παπαζήση με τον τίτλο «8 ½»).
Τι θυμάστε πιο έντονα από τα χρόνια αυτά;
Θυμάμαι όταν πρωτοσυνάντησα τον Ιταλο Καλβίνο τις πρώτες μέρες που βρέθηκα στη Ρώμη (τον ήξερα από το 1960 στις ΗΠΑ), στην Piazza di Spagna. «Οταν θέλω να παρηγορηθώ για τα χάλια της Ιταλίας», μου είπε, «διαβάζω τη Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδος».
Κι εκείνο που μου είπε τέλος του 1973 ο Ιβ Μπονφουά –στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει μερικά από όσα έγραψα στα γαλλικά από τον Gallimard: «Γιατί κατακερματίζεσαι σε διηγήματα, νουβέλες, μαρτυρίες κ.τ.λ. και δεν γράφεις ένα μυθιστόρημα α λα Μπαλζάκ;». Μου άρεσε η ιδέα του, αλλά λίγο μετά η χούντα έπεσε και το μυθιστόρημα το έγραψε αντ’ εμού ο Δημήτρης Χατζής με το θαυμάσιο «Διπλό βιβλίο» του.
Βασίλης Βασιλικός
ΥποθήκεςΠαπ-Πατ
«Μαργαριτάρια» του Γεωργίου Παπαδόπουλου και του Στυλιανού Παττακού
Εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2017