Εννοώ την τέχνη ως μια αναγκαιότητα ποιοτικής επικοινωνίας. Καθώς στα παιδικά μου χρόνια, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υπήρχε η πολυτέλεια να διαγνωσθεί η δυσλεξία –την οποία διαπίστωσα μόνος μου αργότερα –βρήκα καταφύγιο έκφρασης μέσα από το παιχνίδι. Κατασκεύαζα διάφορα παιχνίδια με ό,τι υλικό έβρισκα, διαμορφώνοντας τον «κόσμο μου» –διάφορες κατασκευές, σπίτια, αυτοκίνητα με ρόδες από ξύλινες κουβαρίστρες που έκοβα, μαζί με ό,τι άλλο υλικό έπεφτε στα χέρια μου -, παιχνίδια μέσα από τα οποία «επικοινωνούσα» με το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, με τα συνομήλικα παιδιά και τους μεγαλύτερους. Aυτή η «επικοινωνία» διά μέσου των έργων των χεριών μου νομίζω πως αποτελεί την αφετηρία των μετέπειτα επιλογών μου και τη χάραξη της διαδρομής μου στη γλυπτική τέχνη.
Το πρώτο µου έργο δεν το θυμάμαι καθώς εμπλέκεται με τα παιχνίδια μου. Θυμάμαι όμως την αφετηρία: Οταν πήγα στην Α’ Δημοτικού, την πρώτη μέρα μας έβαλαν στη σειρά για το εμβόλιο. Καθώς περιμέναμε στη σειρά, με τον ανάλογο φόβο του εμβολίου, πρόσεξα ένα κοριτσάκι μπροστά μου που μου τράβηξε το ενδιαφέρον –ήταν η Λιλίκα, ο πρώτος μου ανεκπλήρωτος «έρωτας» -, που ωστόσο μου αποκάλυψε τη δυναμική της τέχνης ως επικοινωνίας, καθώς για τα μάτια της Λιλίκας έκανα διάφορα κόλπα για να της τραβήξω το ενδιαφέρον –αλλά εκείνη αδιαφορούσε. Τότε βρήκα πηλό κι έφτιαξα διάφορες κατασκευές, αυτοκινητάκια και άλλα που έψηνα στη σόμπα και παρουσίαζα στην τάξη, αλλά η Λιλίκα αδιάφορη. Υστερα ζωγράφιζα ήλιους στην Ανατολή και στη Δύση που τους κόλλαγα στον τοίχο, αλλά εκείνη ασυγκίνητη. Αυτή η δυναμική της πρωτογενούς ερωτικής επικοινωνίας ήταν η αφετηρία να ανακαλύψω τον εαυτό μου, καθώς ανακάλυψα αργότερα πως ο έρωτας καθόρισε την πορεία μου στην τέχνη.
Εκείνη την εποχή είχα κατά νου να γίνω καλλιτέχνης. Δεν πίστευα ότι έχω κάποιο ξεχωριστό ταλέντο. Κι ακόμη δεν το πιστεύω. Καθώς ένιωθα περισσότερο ως τεχνίτης –η υλικότητα της χειρωνακτικής κατασκευής με μάγευε και με καθοδήγησε. Υπό έναν αυστηρό όρο όμως που τον τήρησα ώς σήμερα. Δεν ήθελα να γίνω «καλλιτέχνης» εξωτερικά. Είχα πει στον εαυτό μου όταν ξεκίνησα την περιπέτεια των σπουδών μου: «Θόδωρε, μην το παίξεις καλλιτέχνης. Αν δεν τα καταφέρεις, φύγε από το κάδρο». Κι ως σπουδαστής ήμουν πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Αυτή η στάση μού έδωσε τα εφόδια να μπορώ να εμβαθύνω στα πράγματα. Γι’ αυτό και δεν δήλωσα ποτέ καλλιτέχνης.
Δηλώνω τεχνίτης, γλύπτης. Ο γλύπτης κουβαλά μια κατασκευαστική «γλώσσα» με βαθύτατη ιστορία στον ανθρώπινο πολιτισμό. Η γλυπτική εκφράζει την έννοια της διαχρονικότητας, καθώς η δημιουργική ενέργεια περικλείεται μέσα σε σκληρά και ανθεκτικά υλικά. Αυτή η σχέση με το πλάσιμο των υλικών έχει έναν ερωτισμό που εκτονώνει και ισορροπεί. Το να παλεύω με τον πηλό, με τον γύψο, με το μάρμαρο, με το μέταλλο ήταν για μένα ηδονική σχέση. Αυτό το βιωματικό – αισθησιακό μέρος με καθοδήγησε.
Το έργο µου είναι η πορεία της ζωής µου, με τα λάθη μου και τις αδυναμίες μου. Δεν είναι μια στατική μονοσήμαντη ωραία εικόνα. Είναι μια περιπέτεια, μια πορεία ζωής, που έχει ωραίες στιγμές αλλά και ναυάγια. Αυτό είναι η ομορφιά της ζωής. Αν εγκλωβίσεις τη ζωή μέσα από ένα καλλωπιστικό μοντέλο «αισθητικής», αγγίζεις το γελοίο.
Ποιο έργο είναι καλό δεν το ξέρω εκ των προτέρων. Το αφήνω στην περιπέτεια της δοκιμασίας μέσα στην πραγματική ζωή. Αλλωστε αυτή η «εκκρεμότητα», αυτό το διαρκές ερώτημα, αποτελεί το κίνητρο κάθε δημιουργικής πράξης, καθώς δεν φοβάμαι να δοκιμάζω και να ρισκάρω. Δεν με ενδιέφερε αν ένα έργο αρέσει στιγμιαία, αλλά αν αντέχει στον χρόνο. Ετσι όταν κατασκεύαζα ένα έργο το κοίταζα, το ξανακοίταζα για να διαπιστώσω αν έχει νόημα. Σε αυτή τη διαδικασία έκανα κι «επικοινωνιακές δοκιμές» με ανθρώπους που δεν είχαν ειδικές γνώσεις, για να δω αν υπάρχει αυθόρμητη επικοινωνία με το έργο. Δεν εξηγούσα τίποτα και περίμενα να δω την ανταπόκριση. Χρειάζεται χρόνο ένα έργο για να αποδειχθεί η αξία του. Αν δεν είχα την άνεση αυτή θα είχα εγκλωβιστεί σε αισθητικά στερεότυπα. Εχω καταστρέψει έργα μου –μάλιστα μια μεγάλη κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγινε αφορμή να ξαναβρώ βαθύτερες πηγές μέσα μου, ξεφεύγοντας από τα στερεότυπα της μόδας.
Δεν δήλωσα ποτέ στρατευµένος πολιτικά καλλιτέχνης, διότι προτιμούσα να λειτουργώ ως «υπεύθυνος συνειδητός πολίτης» και όχι σαν ενεργούμενο πολιτικών στερεοτύπων. Με το να είσαι συνειδητός πολίτης είσαι αυτομάτως πολιτικοποιημένος. Δεν χρειάζεται να βάζεις ταμπέλα. Μέσα στη χούντα δεν έδρασα μονοσήμαντα, σε διάλογο με τους δικτάτορες. Δεν αναπαρήγαγα ούτε γύψο ούτε δάκρυα ούτε αντιδικτατορική φιλολογία. Δεν διακίνησα ποτέ τις ιδέες μου μέσα από κόμματα ή καλλιτεχνικά κινήματα. Ηθελα να είμαι αδέσμευτος για να μπορώ να ριψοκινδυνεύσω τις σκέψεις μου. Αυτό σκανδάλιζε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, διότι χωρίς ταυτότητα δεν είσαι εύκολα αναγνωρίσιμος. Κι εγώ προτιμούσα να είμαι έκθετος ως πολίτης. Με ενδιέφερε να μπολιάσω την έννοια του γλύπτη με εκείνη του πολίτη, του συνειδητού απέναντι στο περιβάλλον, κι όχι να εκφράζομαι μονοσήμαντα για να πουλάω τα έργα και την εικόνα μου.
Δεν ήµουν ποτέ ενταγµένος στην Αριστερά. Δεν ήμουν τυποποιημένος πολιτικά. Ενιωθα πως ανήκω στο ευρύτερο πεδίο ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, πέρα από τις εξουσιαστικές μορφές σοσιαλισμού που βιώσαμε τα παλαιότερα χρόνια. Σήμερα η απογοήτευση από την πολιτική είναι διάχυτη καθώς έχει εγκλωβιστεί σε τεχνικά ζητήματα. Είναι τόσο στενό το πλαίσιο όπου κινούνται η πολιτική και οι πολιτικοί, που νιώθεις να σε πνίγει. Εχουμε έλλειψη ήθους και το βλέπουμε κάθε μέρα. Μια Αριστερά με έλλειψη ήθους για μένα είναι μια αφετηρία για άσχημες εξελίξεις. Οι παλιοί αριστεροί, ακόμη κι αν έκαναν λάθη, αναγνωρίζονταν από το ήθος τους.
Η τέχνη (θα πρέπει) να διδάσκεται ως γλώσσα, όχι σαν αισθητικό επιφαινόμενο. Σήμερα δυστυχώς διδάσκεται σαν μια σάλτσα πάνω από κακοβρασμένα μακαρόνια. Η γλώσσα της τέχνης είναι πολυεπίπεδη. Δεν είναι μονοσήμαντη, δεν είναι μόνο εικόνα, μορφή ή «αισθητικό αφήγημα», αλλά ουσιαστική δομή, που σημαίνει «ρυθμός ζωής». Κι όταν κατέχεις αυτή τη δομική γλώσσα κάθε τέχνης, τότε μπορείς να εκφραστείς ουσιαστικά και δημιουργικά. Στην εποχή μας όμως οι λεγόμενες «εικαστικές τέχνες» έχουν γίνει μια σούπα μέσω της οποίας ο καθένας διακινεί τις ιδέες του σαν αγαθές προθέσεις που κινδυνεύουν να οδηγήσουν στην κόλαση κατά το ρητό. Η τέχνη δεν αρμόζει να λειτουργεί σαν κλειστό σύστημα μέσα στο οποίο φτιάχνεις ένα όνομα –π.χ. ο Θόδωρος –κι ό,τι κι αν παραγάγεις, ακόμη και αηδίες είναι άκριτα αποδεκτές. Γι’ αυτό και λόγω της ηλικίας μου πλέον δεν παράγω έργα. Δεν θέλω λόγω του ονόματός μου να διακινούνται έργα. Δεν θέλω να εκφυλίσω το έργο μου διά μέσου του «ονόματος».
Εχω κάνει λάθη, αλλά δεν µετανιώνω διότι θεωρώ πως τα «λάθη» είναι μέρος της ζωής, μέρος της πορείας μου. Αλλωστε έχω μιλήσει πολλές φορές για το «ιερό λάθος» από το οποίο πηγάζει η γνώση. Τα λάθη μου δεν τα φοβήθηκα. Τις εξουσίες –πολιτικές και αισθητικές –που στηρίζονται στην ημιμάθεια φοβήθηκα. Αλλωστε από το λάθος πηγάζει η δυναμική της γνώσης.
Δεν έχω ζηλέψει έργα τέχνης. Εχω θαυμάσει κι έχω επηρεαστεί από έργα τέχνης. Ωστόσο δεν φαίνονται οι επιρροές στο έργο μου, διότι δεν αντέγραψα μορφολογικά στοιχεία. Η επιρροή είναι ιερή. Η μίμηση κι υποκλοπή είναι φτήνια. Επηρεάζομαι κάθε μέρα με ό,τι θαυμάζω και θέλω να επηρεάζομαι.
Θα ήθελα να έχω περισσότερα έργα σε δηµόσιους χώρους, διότι ένα γλυπτό στο μουσείο δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί σε δημόσιο χώρο. Παρότι έχουν βανδαλιστεί έργα μου, το εισέπραξα στωικά. Φρόντισα, ωστόσο, τα περισσότερα να μην είναι προσβάσιμα, όπως το «Ωρολόγιο του Μετρό» στην Πλατεία Συντάγματος και οι «Μετέωροι Δείκτες» στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος θα ήθελα να μη με εντάξουν σε μια κατηγορία όπου δεν ανήκω. Θα ήθελα να δουν τη γνησιότητα της στάσης μου και της συμπεριφοράς μου μέσα από τα έργα μου. Προτίμησα τη μαγεία της ισορροπίας στο μεταίχμιο του αέναου ερωτήματος από το βόλεμα μιας καλλιτεχνικής καταξίωσης με μουσειακή ετικέτα. Φοβάμαι την τυποποίηση της αναγνώρισης, γι’ αυτό θα ήθελα να γράψουν: Ενας άνθρωπος που προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί μέσω της τέχνης χωρίς να έχει ταμπέλα – ετικέτα μιας ψεύτικης ταυτότητας.