Είναι εικόνες που πενήντα χρόνια μετά τις παρατηρείς στρογγυλοκαθισμένος στην ασφάλεια της περίφημης αστικής ομαλότητας και σου μοιάζουν τουλάχιστον φαιδρές. Σαν ένα ατελείωτο σχολικό σκετσάκι, που κάποιος αρχαιολάτρης γυμνασιάρχης το ονειρευόταν σαν εθνική υπερπαραγωγή. Ή σχεδιασμένες λες από έναν σκηνογράφο που η Ιστορία τού ανέθεσε να υπονομεύσει με χιούμορ μια σκοτεινή περίοδό της. Πώς αλλιώς να δεις τις τριήρεις από φελιζόλ, τα κοστουμάτα τσάμικα, τα συμπόσια με τον «αρχαιοελληνικό τρόπο παράθεσης των εδεσμάτων», τα πομπώδη φιλμ με τις πάλλευκες φουστανέλες και τους μεταμελημένους κομμουνιστές ή τους αγώνες οργώματος με τρακτέρ και τα ακροβατικά από μοτοσικλετιστές εσατζήδες;
Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν από μόνη της η ναυπηγική της αρχαιότητας, οι δημοτικοί χοροί ή οι αγωνιστές του 1821. Οταν μιλάμε για την αισθητική της χούντας, έτσι γενικόλογα, για τη μαζική κουλτούρα του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, το ζήτημα είναι η αφήγηση που αυτή προωθούσε. Ηταν όμως άραγε κι ένα πολιτισμικό αμπαλάρισμα των φυλακών, των βασανιστηρίων, των διώξεων, των νεκρών και των εξοριών; Μια παράλογη παραπομπή τους στο επίπεδο των συμβόλων; Ολα πάντως τα αυταρχικά καθεστώτα κάπως έτσι λειτουργούν. Δίνουν έμφαση και στην πολιτιστική εικόνα τους: εκ των υστέρων φαίνεται ακόμα πιο γραφική και κακόγουστη.
Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ. Η αισθητική του δικού μας αυταρχικού καθεστώτος και προσαρμοσμένη στις ελληνικές ιδιαιτερότητες ήταν και μερικές ελαφρώς ακατανόητες εμμονές διέθετε. Οπως εκείνη με τον φοίνικα, με τις στάχτες του και με τον ένοπλο στρατιώτη που τον συνόδευε. Είχε στηθεί καταρχήν σε μια πλευρά του Λυκαβηττού ώστε να επιθεωρεί την πόλη, αλλά είχε κουρνιάσει και σε ένα σωρό γωνιές της ή εκφάνσεις τής καθημερινότητάς της: σε σχολεία και σε δημόσιες υπηρεσίες, σε αρχαία μνημεία και αεροδρόμια, σε στύλους της ΔΕΗ, αλλά και σε μπρελόκ ή σε σπιρτόκουτα –χώρια φυσικά τα κτίρια των σωμάτων ασφαλείας ή τα στρατόπεδα. Συμπληρωματικό αγαθό του πτηνού, η ελληνική σημαία, τα φιλοτεχνημένα ακόμα και με λουλούδια πορτρέτα του Γεωργίου Παπαδόπουλου ή οι πινακίδες με τους φιλικούς εσατζήδες και την παρότρυνση «βαδίζετε δεξιά». Σε ποιο δρόμο ακριβώς; Στη «λεωφόρο της 21ης Απριλίου» φυσικά, εκείνη που οδηγούσε σε ευσταλείς τσολιάδες και γελαστές καραγκούνες.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ «ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ». Ηταν, σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο, μια «εποχή πνευματικού φωτός». Προφανώς, το σκότος καταπολεμούνταν με την αφαίρεση της ιθαγένειας από τους αντεθνικώς δρώντες, με τη λογοκρισία που περιελάμβανε από Θεοδωράκη και Ρίτσο μέχρι Μπαλζάκ, Σολζενίτσιν (προτού κατανοηθεί μάλλον) και Τολστόι ή με τις απαγορεύσεις σε μαρξιστικά βιβλία, σε μεθόδους εκμάθησης της ρωσικής, αλλά και σε έργα του Σοφοκλή ή του Αριστοφάνη. Πλέον, ψυχωφελή έργα ή εξ αντανακλάσεως εθνικά ανδραγαθήματα, όπως το «έπος του Γουέμπλεϊ», μπορούσε κανείς να τα παρακολουθήσει στην επελαύνουσα τηλεόραση, που «μερίμνη της κυβερνήσεως» έφτανε σε όσο το δυνατόν περισσότερα χωριά. Η τηλεοπτική σειρά «Αγνωστος πόλεμος» ερήμωνε τους δρόμους, ας δεχτούμε όμως ότι ήταν τεχνικά εντυπωσιακή· εκείνα τα δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ με τίτλους εύγλωττους, όπως «Το κρυφό σχολειό», όπου μειλίχιοι ιερωμένοι δίδασκαν στα παιδιά πώς ο Μέγας Αλέξανδρος διέδωσε τον ελληνισμό μέχρι την Ινδία (κι εκείνα απαντούσαν ευλαβικά «κατάλαβα, γέροντα»), καθήλωναν άραγε τους θεατές;
Τα περίφημα «Επίκαιρα», που δεν έχαναν ούτε μία καμαρωτή χειραψία των δικτατόρων, που πρόβαλλαν μύρια όσα μεγαλόπνοα έργα εγκαινίαζε ο Στυλιανός Παττακός με το αγέρωχο μυστρί του, είχαν κάποια απήχηση;
Το Πάσχα πάντως, στις τάξεις του καθεστώτος τουλάχιστον, είχε και παραείχε. Θέλετε η χρονική του εγγύτητα με την επέτειο της 21ης Απριλίου, θέλετε η ελληνικότητά του σε αντίθεση με τα ξενόφερτα Χριστούγεννα, όπως και να έχει, εορταζόταν δεόντως. Αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εκτεταμένους στολισμούς, για τσάμικο με σκαρπίνια και μαύρα γυαλιά, για δημόσιες εμφανίσεις και για αμέτρητα τσουγκρίσματα αβγών μεταξύ κάποιου γελαστού χουνταίου και κάποιου μάλλον βαριεστημένου φαντάρου: στις σχετικές φωτογραφίες υπάρχει και μία που απεικονίζει τον Παττακό να τσουγκρίζει αβγά με έναν οπλίτη, κλεισμένο σε ένα αβγόμορφο κιόσκι.
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ. Δεν ήταν η μόνη γιορτή που λάτρευαν οι συνταγματάρχες. Μην ξεχνάμε την Ολυμπιάδα Τραγουδιού, «ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή γεγονότα στον κόσμο του πενταγράμμου», που στη δεύτερη διοργάνωσή της, τον Ιούνιο του 1969 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, διεκδικούσε ίσως τα έξωθεν εύσημα, με καλεσμένους όπως ο Σαρλ Αζναβούρ. Κατά τα άλλα, η Κλειώ Δενάρδου, μπροστά από μια ευμεγέθη λύρα, διακρινόταν για το «Πού να ‘ναι ο ίσκιος σου, Θεέ, να ‘ρθω να προσκυνήσω», ενώ δύο χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, το πρώτο βραβείο κέρδιζε το «Παλιό κανόνι» του Γιάννη Πετρόπουλου.
Φαίνεται πως το τραγούδι ήταν γενικώς σημαντικό: ο «Υμνος της 21ης Απριλίου», που επιλέχθηκε έπειτα από διαγωνισμό, είχε στυλ εμβατηριακό και στίχους όπως: «Μες στις καρδιές μπαίνει ζεστή του Απριλιού η λιακάδα / κι έχουν στα στήθια τους κλειστεί θρησκεία, οικογένεια και πάνω από όλα Ελλάδα». Σε πιο παραδοσιακό μοτίβο, το «Στις εικοσιμιά τ’ Απρίλη σηκωθήκαν έξι φίλοι / του στρατού μας οι φωστήρες και του έθνους οι σωτήρες» ήταν καλαματιανό. Ας αποφευχθούν πάντως οι γενικευτικές καταγγελίες των καλλιτεχνών που ανταποκρίνονταν σε παρόμοια καλέσματα: το γιατί αρκετοί τραγουδιστές ή ηθοποιοί έδιναν λ.χ. το «παρών» στις ετήσιες επετείους της 21ης Απριλίου, και ζήτημα διαφορετικής φύσης είναι και δύσκολα κρίνεται κατόπιν εορτής, από κάποιον με διαφορετικά βιώματα και πορεία.
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΡΕΤΗ. Στο κάτω κάτω, με μια αυθαίρετη μέτρηση, πιο κακόγουστες όλων των πνευματικών αναζητήσεων της χούντας ήταν οι περίφημες Εορτές Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Γίνονταν στο Καλλιμάρμαρο ή στο Καυτανζόγλειο, περιελάμβαναν λόγους των απριλιανών, παρελάσεις και φαντασμαγορίες, για το ποιόν των οποίων μια απλή παράθεση στιγμιοτύπων αρκεί: ομοιώματα αρχαίων τριήρων ή του θωρηκτού «Αβέρωφ» κατασκευασμένα από πολυστερίνη κυλούσαν πάνω σε ροδάκια· άρματα κατάφορτα με άνθη, επανδρωμένα με ευζώνους και στολισμένα με μαιάνδρους και αναδυόμενους φοίνικες ανέγραφαν τις λέξεις «γαλήνη, έργα, εθνική ασφάλεια»· μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ, σε ένα διάλειμμα από τα βασανιστήρια, περνούσαν μέσα από φλεγόμενα στεφάνια ή σχημάτιζαν εν κινήσει ανθρώπινες πυραμίδες· αρχαιοελληνικοί ναοί περιστοιχίζονταν από καλοχτενισμένες δεσποινίδες, ενώ οχήματα ολάνθιστα έφεραν επιγραφές του στυλ «ευτυχισμένοι αγρότες, ευτυχισμένη Ελλάδα».
Κάθε λογής κατασκευές και σκαλωσιές, διακοσμημένες με αχτίδες του ήλιου της 21ης Απριλίου ή συνθήματα του τύπου «χτίζουμε τη νέα Ελλάδα», χειροκροτούνταν και ακολουθούνταν από μάχες, πολλές μάχες: ανάμεσα σε αρχαίους Ελληνες, σαρισοφόρους, Βυζαντινούς, αρματολούς του ’21 ή μακεδονομάχους από τη μια και από την άλλη Ρωμαίους, Καρχηδονίους, Αραβες, Πέρσες, Ιταλούς, Γερμανούς, κομμουνιστές και πολλούς ακόμα εχθρούς του έθνους. Στο τέλος, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, συγκινημένος, χαιρετούσε τα πλήθη και δόξαζε τους νικητές.
ΤΖΕΪΜΣ ΠΑΡΙΣ. Οι εντυπωσιακότερες μάχες φυσικά απεικονίζονταν στον κινηματογράφο. Φαίνεται δε πως άρεσαν πολύ στον έλληνα παραγωγό Τζέιμς Πάρις: αφότου επέστρεψε από την Αμερική έχοντας διευθύνει μερικές ταινίες της Fox, θέλησε να προσαρμόσει το χολιγουντιανό του όραμα στα καθ’ ημάς. Η πρώτη του ταινία, οι «Ξεχασμένοι ήρωες» του 1966, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και διαφημίστηκε με τη βοήθεια ενός άρματος μάχης που περιφερόταν αμέριμνο στην πόλη, κάτι που μάλλον άρεσε στους ακόμα εκκολαπτόμενους δικτάτορες. Τα μετέπειτα φιλμ της εταιρείας παραγωγής του, τα «Σύνορα της προδοσίας», «Στη μάχη της Κρήτης», «28η Οκτωβρίου, ώρα 5.30», «Οχι» και βεβαίως ο «Παπαφλέσσας» ή οι «Σουλιώτες» (που ακόμα προβάλλονται και αντιμετωπίζονται, ελπίζουμε, ως φαινόμενο καλτ), χρησιμοποιούσαν φαντάρους ως κομπάρσους και εικονοποιούσαν μάλλον επαρκώς τις πατριωτικές μεγαλοστομίες της χούντας.
Ούτε στις ταινίες του Πάρις, βέβαια, ούτε και σε πολλές άλλες πολιτιστικές πτυχές του απριλιανού καθεστώτος μπορεί να στηριχθεί επαρκώς μια αμιγώς πολιτική κριτική του. Δεν είναι αυτονόητη ετούτη η αρχή: η αισθητικοποίηση της πολιτικής, η επικέντρωση στις καλλιτεχνικές προτιμήσεις ενός πολιτικού, στο ντύσιμο ή και στον σωματότυπο ενός άλλου, ακόμα παίζουν τον παραπλανητικό ρόλο τους. Στην περίπτωση των συνταγματαρχών και του κύκλου τους, τα σμόκιν και τα καλογυαλισμένα υποδήματα που αντικατέστησαν άγαρμπα τις στολές εξόδου και τα πηλήκια, τα μποτάκια ή τα καπέλα της Δέσποινας Παπαδοπούλου, μπορεί να αντανακλούσαν απειρόκαλες μεγαλοαστικές φαντασιώσεις, αν απουσίαζαν όμως, δεν είναι ακριβώς βέβαιο ότι θα έπνεε αέρας ελευθερίας.
Αν πρέπει να μείνουμε στα ενδυματολογικά, πιο κρίσιμες μοιάζουν οι κάτασπρες στολές που είχαν επιβληθεί θεσμικά στους δημοτικούς υπαλλήλους του Πειραιά, ως μέσο ευπρεπισμού της πόλης. Η επιτηδευμένα χαλαρή αμφίεση των αστυνομικών που στέλνονταν σε στέκια αριστερών ή οι χλαμύδες που φορούσαν τα στελέχη αμερικανικής εταιρείας για χάρη των οποίων είχε παρατεθεί «αρχαιοελληνικό συμπόσιο» στο Χίλτον τον Ιανουάριο του 1973, ομοίως. Και αν θέλουμε να υπογραμμίσουμε οτιδήποτε το κακόγουστο στα προσωπικά χαρακτηριστικά των συνταγματαρχών, ο λόγος του δικτάτορα, με τους σολοικισμούς και τις περιβόητες παρομοιώσεις με τον γύψο, φτάνει και περισσεύει. «Μην ξεχνάτε, κύριοι», έλεγε κάποτε, «ότι ευρισκόμεθα προ ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως διά της ναρκώσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει πιθανότης αντί της εγχειρήσεως να του χαρίσει την αποκατάστασιν της υγείας, να τον οδηγήση εις θάνατον».
Και εδώ που τα λέμε, τι πιο κακόγουστο από εκείνο το Τρακτέρ Ράλι τον Οκτώβριο του ’71 στη Λαμία, με τους διαγωνισμούς οργώματος, φρεζαρίσματος και δεξιοτεχνίας; Τι πιο κωμικό από τις περιγραφές των «Επικαίρων» για την επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Σπίρο Αγκνιου και το «προσκύνημα εις τον τόπον των προγόνων του»; Τι πιο ακαλαίσθητο από τους κινητούς, καθότι τροχοφόρους, ιερούς ναούς που εγκαινίασε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α’; Τι πιο ιλαρό από το περίφημο Τάμα του Εθνους στα Τουρκοβούνια που θα εκπλήρωνε μια υπόσχεση των αγωνιστών του ’21 στον Χριστό και που ακόμα συζητιέται περιστασιακά ή από την επιγραφή «Visit Greece to learn the truth» στο αεροδρόμιο του Ελληνικού;
Λίγα πράγματα, κατά τη γνώμη μας. Τόσο λίγα, που από πολλές απόψεις η πολιτιστική αντίσταση στη χούντα, τα περίφημα «Δεκαοχτώ κείμενα», τα έργα του Θεοδωράκη ή του Ρίτσου, η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων, οι νεοσύστατοι εκδοτικοί όπως ο Κάλβος ή ο Στοχαστής, οι πνευματικοί σύλλογοι όπως η «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη, οι δίσκοι όπως ο «Μπάλλος» του Σαββόπουλου ή η «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, οι σειρές σαν το «Εκείνος κι εκείνος» του Μουρσελά, αυτά και άλλα πολιτιστικά αγαθά προφανώς είχαν ως μεγαλύτερο αντίπαλο τη βία των Αρχών και των εφησυχασμό των συνειδήσεων, παρά κάποιο απαράμιλλο αισθητικό πρόταγμα.
Εντάξει, ίσως έπρεπε να αναμετρηθούν και με εκδόσεις όπως η «Λαϊκή Μούσα», που κυκλοφόρησε το 1969 με πρωτοβουλία των συνταγματαρχών, δημοσιοποιώντας τις υπέρ τους λαϊκές εξάρσεις, «σε ποιητικό λόγο αλλά και σε αυθόρμητες επιστολές», οι οποίες μετά την «Επανάστασιν» «ήταν σαν ένα ηφαίστειο που εξερράγη εκτοξεύοντας ψηλά ό,τι καταπιεζόταν από καιρό στις καρδιές». Για παράδειγμα, ένα ανθολογημένο στιχάκι πήγαινε ως εξής: «Κύριε Παπαδόπουλε, να ζήσεις χίλια χρόνια γιατί προσφέρεις στον λαό αγάπη και συμπόνια». Εύληπτο, αισιόδοξο, μελωδικό. Δεν αποκλείεται, πάντως, στα μάτια του εκδότη να συναγωνιζόταν σε ποιητικότητα εκείνη τη μαντινάδα που συνόψιζε την 21η Απριλίου με στίχους σαν τους παρακάτω: «Χειρουργική επέμβαση επιτυχώς εδόθη και εκ βεβαίου θανάτου ο ασθενής εσώθη».