Η πρώτη μου ανάμνηση (είναι τόσο ζωντανή μέσα μου, ώστε αρνούμαι να πιστέψω ότι την κατασκεύασα εκ των υστέρων) τοποθετείται το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου 1967. Ενάμισι σχεδόν έτους, κάθομαι στο κρεβάτι των γονιών μου και επιδίδομαι στην απολαυστικότερη δραστηριότητα της βρεφικής μου ηλικίας. Σκίζω την εφημερίδα της προηγουμένης σε μικρές μικρές λωρίδες. Ξάφνου μπαίνει η μάνα μου και μού απευθύνεται σαν σε ενήλικο. «Μάς έδιωξαν νωρίς απ’ το γραφείο!» μου ανακοινώνει. «Ο Βασιλιάς έκανε κίνημα!». Βασιλιά ήξερα εγώ μόνο στα παραμύθια. Το γεγονός ότι μπορούσε να παρεμβαίνει στη ζωή μας αγαθοεργά, να μού χαρίζει μια μέρα παιχνιδιού με τη μαμά μου, με εντυπωσίασε βαθιά. Μού φάνηκε θαυμάσιο.
Μέναμε όπως πάντα στην Κυψέλη, σε ένα διαμέρισμα πέντε δωματίων, απ’ το οποίο σύντομα θα μετακομίζαμε σε ένα δυομισάρι με μισό ενοίκιο. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος εργατικών σωματείων, η χούντα είχε απαγορεύσει τον συνδικαλισμό, βάραγε συνεπώς μύγες, αναλάμβανε κάπου κάπου κάνα διαζύγιο, κανένα αυτοκινητικό, βιοποριζόμασταν ολοένα και πιο δύσκολα.
Ο συνέταιρός του ήταν πολιτικός κρατούμενος. Το ίδιο και ο παππούς μου –με πήγαν το 1970 να τον δω στον Ωρωπό, οι έγκλειστοι μπορούσαν να πάρουν για λίγο παιδιά και εγγόνια στα κελιά τους, κοίταζα γύρω μου και η υποψία μου δυνάμωνε: δεν επρόκειτο για τράπεζα όπως μου είχαν πει οι γονείς μου, προφανώς για να μην με τρομάξουν. Τα κάγκελα και τα συρματοπλέγματα δεν κρατούσαν τους ληστές έξω, εμπόδιζαν τούς μέσα να δραπετεύσουν! Γιατί όμως είχαν φυλακίσει τον παππού μου; Τι έγκλημα είχε διαπράξει κάποιος ο οποίος εργαζόταν τόσο σκληρά ώστε να τον αποκαλούν «δουλευτή»; Η δημιουργική ακοή του νηπίου είχε τρέψει το αρχικό βήτα της λέξης σε δέλτα κι έτσι το επάγγελμα του παππού του αποκτούσε νόημα –«βουλευτής» στην αντίληψή μου δεν σήμαινε απολύτως τίποτα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, οι γονείς μου επιβεβαίωσαν ό,τι είχα ήδη αντιληφθεί. Με πληροφόρησαν πως στην Ελλάδα επικρατούσε δικτατορία. Οτι οι άνθρωποι είχαν στερηθεί την ελευθερία τους και όποιος αντιστεκόταν τον συνελάμβαναν. Η πολιτική ξανάμπαινε καθοριστικά στη ζωή μου.
Σε λίγους μήνες, η γιαγιά μου επέστρεψε από την εξορία. Μού επανέλαβε τα ίδια σε πιο μαχητικό τόνο, κυρίως όμως έφριξε μαζί μου διότι κατέστρεψα το σοβιετικής κατασκευής πικάπ της χοροπηδώντας πάνω του. Η συμπεριφορά μου θύμιζε περισσότερο τον Ντένις τον Τρομερό παρά νεαρό κομσομόλο. Οι γονείς μου αντί να με τιμωρήσουν παραδειγματικά, κρυφογελούσαν με τη σκανταλιά. Κάτι ήδη πήγαινε πολύ στραβά με την ανατροφή μου…
Ντρεπόμουν να το ομολογήσω, δεν έβλεπα ωστόσο μεγαλώνοντας τον κόσμο γύρω να υποφέρει ιδιαίτερα από τη δικτατορία. Παρακολουθούσαν μετά μανίας «Αγνωστο πόλεμο», αγαλλίαζαν με την πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ, καταβρόχθιζαν στα λαϊκά περιοδικά κουτσομπολιά για σταρ της εποχής, άραζαν στη Φωκίωνος Νέγρη και ρούφαγαν γρανίτες με φωσφοριζέ καλαμάκια. Το «πουλί» της χούντας υπήρχε παντού –πάνω στα σπίρτα, στα οπισθόφυλλα των σχολικών βιβλίων –τόσο που είχαν πάψει πια να το προσέχουν. Για τον Αλέκο Παναγούλη ουδείς συζητούσε. Η Κυψέλη είχε δεκάδες θερινούς κινηματογράφους και ανοιχτά θέατρα όπου ανέβαιναν επιθεωρήσεις –οι αφυπνισμένοι απ’ το κοινό αναζητούσαν στις ατάκες των ηθοποιών αντιχουντικά υπονοούμενα, οι υπόλοιποι λιγώνονταν απλώς με τα ημίγυμνα μπαλέτα.
Εμείς δεν είχαμε τηλεόραση αλλά μπομπινόφωνο, από το οποίο οι γονείς μου άκουγαν Μπιτλς, Αλμπινόνι και Σαββόπουλο. Η «Δίκη» του Κάφκα ήταν σαν ευαγγέλιο ακουμπισμένη στο κομοδίνο του πατέρα μου. «Κάθε επανάσταση εξατμίζεται κι αφήνει ένα κατακάθι γραφειοκρατίας» είχε γράψει με μαρκαδόρο σε μια κοτρώνα που είχε φέρει από τη θάλασσα. Την ίδια φράση θα έγραφε –πιστεύω –και στον τοίχο με μπογιά αντί για «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Αρκεί να έβρισκε το νόημα…
Οποτε σε παρέες η κουβέντα ερχόταν στα «γεγονότα», η μάνα μου μελαγχολούσε και αποστασιοποιούνταν. Σαν να το ήξερε ότι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που τότε κοίταζαν αποκλειστικά την πάρτη τους, φιλοδοξούσαν να αγοράσουν ΙΧ για να πηγαίνουν στις κοσμικές ταβέρνες, από το καλοκαίρι του 1974 θα δήλωναν συλλήβδην αντιστασιακοί. Το 1980 θα προσχωρούσαν αθρόα στο ΠΑΣΟΚ, θα περνούσαν τριάντα πέντε χαρισάμενα χρόνια και στα γεράματα θα μεταμορφώνονταν σε «αγανακτισμένους πολίτες» και θα απαιτούσαν να σκιστούν τα Μνημόνια και να καεί «το μπουρδέλο η Βουλή». Σαν να το ‘ξερε…