Αστεία, αστεία, πάνε είκοσι τρία χρόνια που γράφεται αυτή η στήλη. Συνήθως την έγραφα μόνος. Αλλά μερικές φορές κατά την ώρα της γραφής έμπαινε με το έτσι θέλω η φίλη μου η Μαργιέτα κι άρχιζε τα δικά της. Κι είχε μια γλώσσα, ροδάνι. Και πάντα μες στην αντίρρηση και την αντιλογία. Την άφηνα να λέει, να λέει, γιατί την ήξερα καλά.
Η Μαργιέτα ήταν μην της πας κόντρα. Ασ’ τηνε να ξεσπάσει και μετά… μετά σιγά σιγά μαλάκωνε, έβλεπε πού ήτανε το δίκιο κι άρχιζε το καλόπιανε και το παρηγορούσε.
Είχε και δικούς της αναγνώστες-θαυμαστές. Μάλιστα ένας γνωστός δημοσιογράφος και φίλος των θεάτρων της οδού Σαρρή, Γιάννης, όποτε με έβλεπε:
–Τι γίνεται η Μαργιέτα; Καιρό έχω να την ακούσω; Δεν περνάει πια απ’ την «Ανάπαυλα» να πει τα δικά της; Αμα τη δεις να μου τη φιλήσεις.
Δύσκολο πια να τη δω. Μεγάλη Παρασκευή έφυγε για να στολίσει τον Επιτάφιο και δεν γύρισε ποτέ.
Οταν την ξαναείδαμε την περασμένη Τετάρτη στολισμένη με «ωραία λουλούδια κι άσπρα» είχε κλειστά τα μάτια, βουβά τα χείλη και μια ζωγραφιά μικρού παιδιού στα σταυρωμένα χέρια. Ετσι την αποχαιρετήσαμε.
Δύσκολος ο αποχαιρετισμός. Και πιο δύσκολο όταν γυρνάς στο σπίτι κι ανακαλύπτεις ότι δεν είναι ένα. Είναι πολλά αυτά που πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις.
Ν’ αποχαιρετήσεις όχι μόνο την τελευταία στιγμή που την είδες αλλά και την πρώτη στιγμή. Τη στιγμή που την γνώρισες. Τη στιγμή που άκουσες για πρώτη φορά τα χείλη της να λένε τ’ όνομά σου. Ν’ αποχαιρετήσεις το γέλιο της, τα νεύρα της που χάραζαν για μια στιγμή τον ουρανό της αγάπης της και μετά σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Τις χαρές της, τα μικρά της πείσματα, τη μεγαλοσύνη της, τις μικρές της συνήθειες, τα μεγάλα της και υψηλά χαρίσματα, τη φωνή της να τραγουδάει στη θάλασσα και ν’ ανθίζουν γύρω της μικρά κυματάκια, το τρόπο που καθάριζε το μανταρίνι (κλημεντίνες πάντα να παίρνεις) με τ αριστερό της χέρι, τον σχεδόν αδιόρατο τρόπο που μάζευε τη ζωή σπυρί σπυρί και πώς τη φύλαγε, την έκρυβε για να τη χαρίσει σε άλλους που την είχαν περισσότερη ανάγκη. Κι άλλοι, κι άλλοι αποχαιρετισμοί, ων ο αριθμός ουκ έχει τέλος.
Δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί, πολλοί και θέλουν χρόνο.
Ομως, λέει, μετά έρχεται σιγά σιγά και μαλακώνει ο πόνος. Επουλώνεται η πληγή, την ξεχνάς σχεδόν.
Μόνο που ξεχνάς μαζί και τον άνθρωπο, σβήνει με τον καιρό η μορφή του.
Σβήνει; Οχι. Δεν είναι αλήθεια.
Ολες αυτές οι στιγμές του άλλου που αποχαιρέτησες, δεν πήγαν στράφι, μπήκαν χωρίς να το καταλάβεις στον ήχο της φωνής σου, στις καθημερινές σου τις κινήσεις, στον τρόπο που γελάς που (νάτο, σου το λένε όλοι) θυμίζει τον απόντα. Κι έτσι ο άνθρωπος που έχασες δεν έφυγε, είναι μαζί σου εντός σου τον φέρεις κι ας μην το ξέρεις.
Παραφράζοντας τον πρώτο νομπελίστα, δεν είναι μόνο «παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», αλλά είναι και παιδιά πολλών ανθρώπων οι ψυχές μας.
Είναι παιδιά των ανθρώπων που μας αγάπησαν και που αγαπήσαμε πολύ.