Η προοπτική ολοκλήρωσης της αξιολόγησης εντός του Μαΐου ισοδυναμεί με το κλείσιμο ενός πολιτικού κύκλου για την κυβέρνηση. Η (φαινομενική) ανακωχή που εξασφαλίζει ο Αλέξης Τσίπρας στο μέτωπο με τους δανειστές και η προκαταβολική νομοθέτηση των μέτρων του «1+1» που θα εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση, όπως επιμένουν από το κυβερνητικό επιτελείο, μετά τις εκλογές –ακόμη και αν αυτές πραγματοποιηθούν στο συνταγματικό όριο της τετραετίας –δημιουργούν τις προϋποθέσεις για νέο πολιτικό πεδίο.

Με αυτή την προοπτική συνδέονται και τα σενάρια ανασχηματισμού, τα οποία πλέον δεν ψιθυρίζονται στη Βουλή και την Κουμουνδούρου, αλλά διατρανώνονται από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, όπως οι Νίκος Ξυδάκης και Δημήτρης Παπαδημούλης. Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, διατυπώθηκαν παράπονα για συγκεκριμένους υπουργούς, έστω και αν δεν ειπώθηκαν ονόματα, ενώ το κείμενο της ομάδας των 53+ αιτήθηκε –κατά τους ίδιους –αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα.

Η κριτική αφορά κυρίως τομείς εκτός των άμεσων δράσεων του Μνημονίου, όπως είναι η ασφάλεια, η μετανάστευση και η παιδεία. Ητοι, οι αιχμές «πιάνουν» σε πρώτη φάση τον Νίκο Τόσκα, τον Γιάννη Μουζάλα και τον Κωνσταντίνο Γαβρόγλου. Ειδικά για την παιδεία, δυσαρέσκεια εκφράζεται και για τις τοποθετήσεις τού –προερχόμενου από τους ΑΝΕΛ –υφυπουργού Κώστα Ζουράρι. Αντιθέτως, παρά τις μουρμούρες για τον τομέα της υγείας, το δίδυμο Ξανθού – Πολάκη φαίνεται πως χαίρει της απόλυτης εκτίμησης του Πρωθυπουργού.

Γκρίνιες ακούγονται και για τον Χρήστο Σπίρτζη, οι οποίες εκκινούν από το γεγονός ότι εκφράζει τους λεγόμενους «πασοκογενείς» και γι’ αυτό θεωρήθηκε εξαρχής ξένο σώμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Καταλήγουν δε στο πρόσφατο φιάσκο με τις κορδέλες στους αυτοκινητοδρόμους, με ορισμένα στελέχη να υποστηρίζουν μάλιστα ότι ο υπουργός Υποδομών εξέθεσε τελικώς τον Πρωθυπουργό και όχι εαυτόν.

Ενα ιδιότυπο μπρα ντε φερ φαίνεται ότι εξελίσσεται την ίδια ώρα στο ευρύτερο οικονομικό επιτελείο, και δη στο κτίριο της οδού Νίκης. Η προοπτική να εγκαταλείψει τον 6ο όροφο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προκαλεί ενόχληση στον 7ο, όπου εδρεύει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ιδίως εάν ο υπουργός Οικονομικών κατευθυνθεί προς το… γραφείο του υπουργού Οικονομίας, ο οποίος, με τη σειρά του, δεν βλέπει τον λόγο να το εγκαταλείψει.

Στρατηγική με δύο κατευθύνσεις
Σε ό,τι αφορά τη στρατηγική Τσίπρα, δύο κατευθύνσεις είναι ξεκάθαρες: η πρώτη αφορά τη στρατηγική πόλωσης απέναντι στη ΝΔ και την αντιπολίτευση συνολικότερα, η οποία εκφράζεται μέσα από τις εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές και την «απειλή» για ανάσυρση και άλλων υποθέσεων που αφορούν το κυβερνητικό παρελθόν ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Στόχος είναι η ανάκτηση του ηθικού πλεονεκτήματος από την πλευρά της κυβέρνησης και το επιχείρημα περί «μάχης κατά της διαπλοκής», όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά την πρόθεση του Πρωθυπουργού να αποκτήσει θετικό πρόσημο το κυβερνητικό έργο. Να δώσει, δηλαδή, έμφαση στα θέματα της καθημερινότητας και να «ξεπαγώσει» γενικά το νομοθετικό έργο, το οποίο λόγω της αξιολόγησης παραμένει στάσιμο. Με αποτέλεσμα η Βουλή να υπολειτουργεί εδώ και αρκετούς μήνες, κυρώνοντας μόνο διεθνείς συμβάσεις και κοινοτικές οδηγίες.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, προτεραιότητα έχουν θεσμικές παρεμβάσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, την παιδεία και την πρωτοβάθμια υγεία, καθώς και ο διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση. Στίγμα προθέσεων δόθηκε από τον Τσίπρα με τη διυπουργική για τη Νέα Αθήνα, ένα σχέδιο που περιλαμβάνει και αυτό για την κατασκευή του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού –παρέμβαση με σαφή προεκλογική χροιά.

Στο κυβερνητικό επιτελείο πιστεύουν, άλλωστε, πως εάν επιβεβαιωθεί η εκτίμησή τους ότι δεν θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα το 2018, παρά μόνον όσα έχουν συμφωνηθεί στη Μάλτα για αφορολόγητο και συντάξεις, με το βάρος να πέφτει στην επόμενη κυβέρνηση, θα έχουν μπροστά τους ελεύθερο το πεδίο για να προσπαθήσουν να ανακόψουν τη φθορά που έχουν υποστεί. Το σχέδιο Τσίπρα ονομάζεται Ελλάδα 2021, υπονοώντας όχι μόνο τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, αλλά και μια νέα τετραετία για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πριν από όλα αυτά, η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει για να κλείσει τη συμφωνία έως το Eurogroup της 22ας Μαΐου. Διαφορετικά, ο παραπάνω σχεδιασμός ακυρώνεται εν τοις πράγμασι. Αν και μεταδίδεται ότι η τεχνική συμφωνία είναι ζήτημα 24ώρων από τη στιγμή που οι θεσμοί θα επιστρέψουν στην Αθήνα (σ.σ.: την ερχόμενη Τρίτη), όλα εξαρτώνται από τη συζήτηση για το χρέος, αφού η ελληνική πλευρά έχει ξεκαθαρίσει πως η συμφωνία που θα κληθεί να επικυρώσει το Eurogroup θα πρέπει να είναι συνολική.

Προς τούτο, η κυβέρνηση αναμένει αποτελέσματα από την εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ και τις συναντήσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο περιθώριο αυτής. Το πυκνό παρασκήνιο και τα mind games μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου φέρνουν την Αθήνα αντιμέτωπη με μια ιδιόρρυθμη κατάσταση: τη λεπτή ισορροπία που θα πρέπει να εξασφαλιστεί ώστε αφενός τα μέτρα που θα εφαρμοστούν από το 2018 για το χρέος να είναι συγκεκριμένα και αφετέρου να… μην είναι συγκεκριμένα, ούτως ώστε η περιγραφή τους να μην προκαλεί κραδασμούς στη Γερμανία ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών. Την ίδια στιγμή, η ελληνική πλευρά θεωρεί αλληλένδετη τη συζήτηση για αναθεώρηση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, ελπίζοντας βάσιμα σε μείωσή τους –πιθανότατα από το 2022 και έπειτα.

Τριάντα ημέρες (ακόμη) προθεσμία
«Δεν υπάρχει για μας άλλο σενάριο από τις 22 Μαΐου» υποστηρίζει επισήμως η κυβέρνηση, ωστόσο οι προθεσμίες είναι ασφυκτικές και οι αποστάσεις τόσο κοντά και τόσο μακριά. Σε κάθε περίπτωση, το Μαξίμου φαίνεται να θεωρεί τώρα απευκταίο το σενάριο παράτασης της διαπραγμάτευσης έως τις γερμανικές εκλογές, καθώς εκτιμά ότι αυτό θα «κάψει» το success story που προσπαθεί να πλάσει στην οικονομία και πιθανόν θα φέρει μαζί με τον κόφτη και νέα μέτρα.

Την αγωνία αυτή εξέφρασε ο Πρωθυπουργός με το άρθρο του στη «Wall Street Journal», καλώντας τους δανειστές να μην καθυστερούν άλλο, ώστε να αφήσουν την οικονομία να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ο Αλέξης Τσίπρας φέρεται να είναι εκείνος που αποφάσισε στον κλειστό κύκλο του Μαξίμου να προχωρήσει με αυτήν τη στρατηγική και να ολοκληρώσει την αξιολόγηση έστω και με συμβιβασμούς, μολονότι δέχθηκε εισηγήσεις για παιχνίδι καθυστερήσεων, με το βλέμμα στην αλλαγή πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη (κυρίως με επικράτηση του Σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς στη Γερμανία).

Ως διαπραγματευτικό ατού αξιοποιείται, μάλιστα, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 που ανακοινώθηκε χθες από την ΕΛΣΤΑΤ (3,9%), καθώς το επιχείρημα του Μαξίμου είναι ότι η υπεραπόδοση της οικονομίας –έστω και αν στην πραγματικότητα οφείλεται στην υπερφορολόγηση και την άτυπη παύση πληρωμών του Δημοσίου –και οι ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων και τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Στον βαθμό αυτόν, μπορεί να ανοίξει στο μέλλον και η συζήτηση για επαναδιαπραγμάτευση των μέτρων της Μάλτας για αφορολόγητο και συντάξεις, τα οποία θα ψηφιστούν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου από τη Βουλή, εφόσον κλείσει η τεχνική συμφωνία. Κάτι τέτοιο θα προσέθετε πόντους στο φιλολαϊκό προφίλ που θέλει να χτίσει η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει την πτώση των ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών της στις δημοσκοπήσεις και να αλλάξει το κλίμα.