Χαμένη στη μετάφραση της πολιτικής συμφωνίας της Μάλτας σε τεχνική συμφωνία η οποία θα εξασφαλίζει την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η ελληνική οικονομία επιχειρεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί. Το σούπερ πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ (4,19% σύμφωνα με το πρόγραμμα) που ανακοινώθηκε χθες από την ΕΛΣΤΑΤ υποχρεώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις του για το περασμένο έτος, αλλά δεν αναμένεται να μεταβάλει ουσιαστικά τις προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια, όταν το φάντασμα των πρόσθετων μέτρων πλανάται απειλητικά πάνω από την κοινωνία.
Η κυβέρνηση ελπίζει εντός του Σαββατοκύριακου σε ένα πρώτο σήμα συμβιβασμού ανάμεσα στο ΔΝΤ και στο Βερολίνο για τα μελλοντικά μέτρα διευθέτησης του χρέους, το οποίο όμως μέχρι τώρα δεν έχει προκύψει.
Το ΔΝΤ συνεχίζει να ζητεί μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έφτασε στο σημείο να πάρει το μέρος της ελληνικής κυβέρνησης χαρακτηρίζοντας τις προβλέψεις της για το πλεόνασμα πιο ρεαλιστικές, προκειμένου να αποφύγει τους όρους του Ταμείου για να μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα και η κυβέρνηση κάνει τον σταυρό της στη μάχη Βερολίνου – Ουάσιγκτον να νικήσει ο Τόμσεν.
Ούτως ή άλλως, όπως όλα δείχνουν, εφόσον το Ταμείο αποφασίσει να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα, η παραμονή του στην Ελλάδα θα είναι χρονικά βραχύβια αλλά καθόλου ανώδυνη. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, έχει προαναγγείλει την πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ μέσω των κεφαλαίων που θα περισσέψουν από τα 86 δισ. ευρώ του τρίτου προγράμματος με την ολοκλήρωσή του τον Αύγουστο του 2018.
Το ΔΝΤ μπορεί να φύγει από την Ελλάδα, αλλά αυτό ουδόλως σημαίνει ότι η Ελλάδα θα γλιτώσει από την εποπτεία των δανειστών της και τα σκληρά μέτρα. Ηδη ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει στρώσει το έδαφος για τη μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ενώ έχει γίνει και η απαραίτητη προεργασία για την ενεργοποίηση μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης προς την Ελλάδα, εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς το τρίτο Μνημόνιο.
Η προληπτική γραμμή πίστωσης θα συνοδεύεται από αυστηρούς όρους και μέτρα, τα οποία ούτως ή άλλως θα έχουν ψηφιστεί από τώρα. Οι περικοπές των συντάξεων κατά 1,8 δισ. ευρώ το 2019 και η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων κατά 1,8 δισ. ευρώ μέσω της μείωσης του αφορολογήτου, σχεδιάζεται να ψηφιστούν έως τα μέσα Μαΐου και η πιστή εφαρμογή τους αναμένεται να συνδεθεί με την υλοποίηση των όποιων μέτρων αποφασιστούν για τη διευθέτηση του χρέους.
Τόσο κοντά – τόσο μακριά
Ο πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος με δηλώσεις του χθες (Real FM) εκτίμησε ότι θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος-γέφυρα, χωρίς συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά με καταβολή της δόσης των 7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το σκεπτικό που ανέπτυξε, η συμφωνία θα κλείσει τους αμέσως επόμενους μήνες με κάποιες επιφυλάξεις και όρους, αλλά «το τοπίο θα ξεκαθαρίσει απολύτως μετά τις γερμανικές εκλογές».
Την άποψη αυτή συμμερίζονται εγχώριοι οικονομικοί παρατηρητές αλλά και πηγές κοντά στη διαπραγμάτευση, οι οποίες αναμένουν άμεσα ένα γενικό περίγραμμα μελλοντικών παρεμβάσεων στο χρέος με επαρκείς γκρίζες ζώνες ώστε να μην προκαλούνται προβλήματα στο γερμανικό πολιτικό προεκλογικό σκηνικό.
Εφόσον αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να ψηφίσει τώρα τα πρόσθετα μέτρα για την περίοδο 2019-2020, με ανοιχτό το ενδεχόμενο να εφαρμοστούν όλα μαζί το 2019 (συνολική παρέμβαση 3,6 δισ. ευρώ από συντάξεις και φόρους), προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση ακόμα και έως τα τέλη Μαΐου με το Βερολίνο να εξασφαλίζει μια προοπτική συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ώστε να μην μπλοκάρει η εκταμίευση της δόσης.
Αν τα μέτρα για το χρέος αποκρυσταλλωθούν μετά τις γερμανικές εκλογές, είναι παραπάνω από πιθανό να καθυστερήσει περαιτέρω η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία στο τελευταίο (από τα πολλά που έχουν ανατραπεί έως τώρα) κυβερνητικό σενάριο θα μπορούσε να γίνει τον Ιούλιο.
Ο οδικός χάρτης προβλέπει επάνοδο της τρόικας την ερχόμενη Τρίτη στην Αθήνα για την οριστικοποίηση του εφαρμοστικού νόμου με τα μέτρα και του επικαιροποιημένου Μνημονίου και αμέσως μετά, την εκπόνηση εναλλακτικών αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους (DSA) από την ΕΚΤ και από το ΔΝΤ.
Οι αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους θα είναι αυτές που θα περιγράφουν εναλλακτικά σενάρια παρεμβάσεων στο ύψος και στη διάρκεια των πρωτογενών πλεονασμάτων, σε ενδεχόμενη επιμήκυνση των χρόνων αποπληρωμής των δανείων αλλά και στο ύψος του επιτοκίου, ώστε οι υπουργοί του Eurogroup να λάβουν τις αποφάσεις τους.
Το σενάριο διατήρησης του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ για δέκα χρόνια θεωρείται πλέον ξεπερασμένο, αλλά η καλύτερη εναλλακτική που προβάλλει στον ορίζοντα μέχρι τώρα αφορά 3,5% έως και το 2022. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το Μνημόνιο με τη γνωστή μορφή του τελειώσει το 2018, η σκληρή λιτότητα θα μείνει ριζωμένη για αρκετά χρόνια ακόμα στην Ελλάδα.