Μια ακροδεξιά κι ένας ακροαριστερός που ψωνίζουν από την ίδια εκλογική δεξαμενή δυσαρέσκειας· ένας δεξιός που έχει τραυματιστεί βαριά από ένα σκάνδαλο· ένας Σοσιαλιστής που έχει αμφισβητηθεί έντονα από το ίδιο του το κόμμα· κι ένας διάττοντας αστέρας, ανένταχτος κομματικά, που φάνηκε να είναι η μόνη αξιόπιστη απάντηση απέναντι στην ακροδεξιά απειλή. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημηκρατίας μια εκλογική αναμέτρηση δεν είχε τόσο πολλούς και διαφορετικούς παίκτες και τόσο μεγάλη αβεβαιότητα. Ποτέ στο παρελθόν δεν έμοιαζε με ένα κουβάρι για το οποίο κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα λυθεί στις κάλπες. Γιατί, εάν εξαιρέσει κανείς τον προδομένο Σοσιαλιστή Μπενουά Αμόν, όλοι οι άλλοι συνδυασμοί είναι πιθανοί. Νικητές στον αυριανό α’ γύρο, και επομένως μονομάχοι στον β’ της 9ης Μαΐου, μπορεί να είναι η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν και ο σοσιαλφιλελεύθερος Εμανουέλ Μακρόν. Αλλά τίποτε δεν αποκλείει να είναι η Λεπέν και ο δεξιός Φρανσουά Φιγιόν ή ο Φιγιόν και ο Μακρόν ή ακόμη και η Λεπέν με τον ακροαριστερό Ζαν – Λικ Μελανσόν.
Αυτό το τελευταίο και πλέον όχι και τόσο απίθανο σενάριο κάνει την Ευρώπη να κρατάει την ανάσα της. Η Λεπέν και ο Μελανσόν είναι οι εκπρόσωποι του γαλλικού αντιευρωπαϊσμού. Και μολονότι κι αυτές οι εκλογές, όπως άλλες στο παρελθόν, μοιάζουν στους δρόμους βουβές, είναι ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιος από τους δυο, είτε η υποψήφια της Ακρας Δεξιάς είτε ο υποψήφιος της Ακρας Αριστεράς, να μετατρέψει την υπόγεια ψήφο διαμαρτυρίας σε εκκωφαντικό πλειοψηφικό ρεύμα και να βρεθεί στο Ελιζέ. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υπάρχει μια κρυφή ψήφος και να φανερωθεί στις κάλπες. Εως εκείνη τη στιγμή, όμως, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει εάν αυτή η κρυφή ψήφος υπάρχει και θα εκδηλωθεί και στη Γαλλία, όπως υπήρξε και εκδηλώθηκε στη Βρετανία υπέρ του Brexit ή στις Ηνωμένες Πολιτείες υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι εάν όντως υπάρχει, θα εκδηλωθεί υπέρ των υποτιθέμενων αντισυστημικών –του ζεύγους δηλαδή που έχει λόγους να φοβάται η Ευρώπη.
Οι δημοσκόποι ασφαλώς ψάχνουν από είδη ψήφων έως είδη ψηφοφόρων. Ποιοι θα ρίξουν τη λεγόμενη χρήσιμη ψήφο και ποιοι θα ψηφίσουν ιδεολογικά; Ποιοι είναι εκείνοι που θα ψηφίσουν επειδή συμπαθούν ή τους έχει πείσει κάποιος υποψήφιος και ποιοι θα ψηφίσουν για να τιμωρήσουν; Κι έπειτα, ποιος είναι ο μέσος ψηφοφόρος του Φιγιόν και ποιος του Αμόν; Τζίφος. Οπως το έθεσε προ ημερών στη «Λιμπερασιόν» ο εκλογολόγος Ιβ Μαρί Καν, «όσο περισσότερο εστιάζουμε στο αντικείμενο τόσο περισσότερο η εικόνα θολώνει». Ο ελληνικής καταγωγής γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζαν Κριστόφ Καμπανελίς το είπε κάπως αλλιώς: «Μια ανεξιχνίαστη εκλογή». Οι ειδικοί διαπιστώνουν συνεχείς μετακινήσεις –ψηφοφόροι που τη μια ημέρα δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Φιγιόν την επομένη αποφασίζουν να στηρίξουν τον Μακρόν. Η εκλογική βάση κάθε υποψηφίου, όσο στέρεη και να είναι στα θεμέλιά της, έχει στοιχεία κινούμενης άμμου που λειτουργούν αποθαρρυντικά για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Επιστρέφοντας κανείς και πάλι στο παρελθόν, μπορεί να θυμηθεί και άλλες αβέβαιες αναμετρήσεις. Το 1974, για παράδειγμα, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν κέρδισε με μόλις 424.000 ψήφους διαφορά τον Φρανσουά Μιτεράν. Το 1995 ο Σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν επωφελήθηκε από τον δεξιό εμφύλιο ανάμεσα στον Ζακ Σιράκ και τον Εντουάρ Μπαλαντίρ και κατέκτησε την πρώτη θέση στον α’ γύρο. Κι επτά χρόνια αργότερα θα ερχόταν το πρώτο ακροδεξιό σοκ, όταν ο Ζαν Μαρί Λεπέν, πατέρας της σημερινής υποψήφιας του Εθνικού Μετώπου, θα απέκλειε από τον β’ γύρο τον Ζοσπέν. Ποτέ, όμως, οι πιθανοί συνδυασμοί του β’ γύρου δεν ήταν έξι. Πώς έγινε αυτό; Πολλά οφείλονται στην «ανώμαλη» φύση της προεκλογικής περιόδου. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν είχε συμβεί ο απερχόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραιτείται από τη διεκδίκηση δεύτερης θητείας στο Ελιζέ. Και μπορεί η προεκλογική καμπάνια να ήταν ζωντανή στα τηλεοπτικά στούντιο και τα ντιμπέιτ, αλλά αυτή η εικόνα του πολιτικού πάθους ήταν παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, η καμπάνια δεν πέτυχε τον πρωταρχικό σκοπό κάθε προεκλογικής εκστρατείας που δεν είναι άλλος από την κινητοποίηση των ψηφοφόρων.
Συμβαίνει έτσι το εξής παράδοξο: η συμμετοχή στις κάλπες είναι πιθανό να μην επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα αυτών των εκλογών ως των πιο κρίσιμων των τελευταίων πολλών δεκαετιών. Παράδοξο αλλά όχι πρωτότυπο. Το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις και άλλων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Μαζί με την κρυφή ψήφο υπάρχει και μια χαμένη ψήφος, ένας εκλογικός σκεπτικισμός που επιλέγει να μην εκφράζεται στις κάλπες. Είναι μια κατάσταση που δεν απαγορεύει σε κάποιον υποψήφιο να επωφεληθεί από μια τάση –τον Φιγιόν από τη συντηρητική στροφή της κοινωνίας ή τον Μακρόν από την κόπωση που έχει φέρει στο εκλογικό σώμα η εναλλαγή των δυο κομμάτων εξουσίας. Τα αποτελέσματα όμως είναι ισχνά, οι κοινωνικές ή πολιτικές συμπεριφορές δεν παγιώνονται εκλογικά. Τα φαβορί, πάντα με την εξαίρεση του Μπενουά Αμόν, είναι όσα και τα αουτσάιντερ και είναι τα ίδια: τέσσερα.
Εμανουέλ Μακρόν
Ο υποψήφιος με την ευρύτερη στήριξη
Μια από τις τελευταίες «ψήφους» ήρθε από έναν μεγάλο – ίσως τον τελευταίο μεγάλο – της ευρωπαϊκής διανόησης: τον γερμανό φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας. Είχαν προηγηθεί ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, άλλοτε εμβληματικό πρόσωπο του Μάη του ‘68 και στη συνέχεια ηγετική φυσιογνωμία των ευρωπαίων Πρασίνων, καθώς και ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς. Και προχθές προστέθηκε στην παρέα ο δεξιός πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν. Κάπως έτσι, ο Εμανουέλ Μακρόν πηγαίνει στις κάλπες με μια ευρεία στήριξη που λίγοι πολιτικοί έχουν απολαύσει στη ζωή τους. Είναι και ο υποψήφιος που θα ήθελαν να δουν πρόεδρο πολλοί στην Ευρώπη, αλλά και εκείνος που δεν θέλει η Μόσχα.
Φρανσουά Φιγιόν
Ενα πεισματάρικο αουτσάιντερ
Τίποτε δεν περιγράφει τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού στη Γαλλία όσο η περίπτωσή του: ξεκίνησε ως αουτσάιντερ στις προκριματικές εκλογές της Δεξιάς απέναντι στον Αλέν Ζιπέ και τον Νικολά Σαρκοζί, αλλά καβάλησε ένα υπόγειο κύμα, μπήκε σφήνα ανάμεσά τους και στο τέλος κέρδισε. Η νίκη του στις εκλογές για το χρίσμα τού έδωσε αυτομάτως τον τίτλο του φαβορί απέναντι στη Μαρίν Λεπέν. Μέχρι που ήρθε η αποκάλυψη για το οικονομικό σκάνδαλο από τον διορισμό της γυναίκας του και των παιδιών του στο γραφείο του. Ο Φιγιόν παρέμεινε στην κούρσα σε πείσμα όλων όσοι πίστευαν ότι θα παραιτηθεί. Και είναι και πάλι αουτσάιντερ.
Μαρίν Λεπέν
Υπόσχεται πόλεμο με την Ευρώπη
Το τελευταίο της αντιευρωπαϊκό σόου ήταν στα στούντιο της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης, όπου η Μαρίν Λεπέν απαίτησε να αφαιρεθεί από το φόντο η σημαία της ΕΕ για να παραχωρήσει τη συνέντευξη που της ζητήθηκε. Το αίτημα αυτό δίνει και το στίγμα των προθέσεών της απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα: η υποψήφια της γαλλικής Ακρας Δεξιάς δεν υπόσχεται τίποτε λιγότερο από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που θα ξεκινήσει από την αποχώρηση από την ευρωζώνη και δεν αποκλείεται να ολοκληρωθεί με την αποχώρηση από την ίδια την ΕΕ. Ενα Frexit, με άλλα λόγια, με οδηγό την πρώτη γυναίκα πρόεδρο στην ιστορία της Γαλλίας.
Μπενουά Αμόν
Η Ιφιγένεια και η διάσχιση της ερήμου
Πολύ αριστερός για τους «δεξιούς» των Σοσιαλιστών, πολλοί από τους οποίους τον εγκατέλειψαν υπέρ του Μακρόν, ο Μπενουά Αμόν φαίνεται καταδικασμένος να ενσαρκώσει κατεξοχήν το τέλος του γαλλικού δικομματισμού και – μαζί με αυτόν – την «πασοκοποίηση» του κόμματός του, χωρίς ασφαλώς να είναι υπεύθυνος γι’ αυτήν. Υπέρ του πάντως δεν έχει εκφραστεί ούτε ο απερχόμενος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ που, σύμφωνα με κάποιους, φαίνεται να γέρνει – και αυτός – υπέρ του Μακρόν. Ο Αμόν δεν είναι απαραίτητα η Ιφιγένεια της Ιστορίας. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι διασχίζει μια έρημο.
Ζαν-Λικ Μελανσόν
Η γοητεία της πολιτικής αδιαλλαξίας
Είναι οι παράλληλες ομιλίες σε διαφορετικές πολιτικές συγκεντρώσεις με τη βοήθεια των ολογραμμάτων του ό,τι πιο σύγχρονο έχει να επιδείξει ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, ένας υποψήφιος που, αν μη τι άλλο, μπορεί να κατηγορηθεί για πεπαλαιωμένο ιδεολογικό οπλοστάσιο; Μπορεί, αλλά τώρα πια δεν έχει και τόση σημασία ούτε τι πιστεύει ούτε από ποιον εμπνέεται. Ο Μελανσόν είναι ο υποψήφιος που διεκδικεί την είσοδό του στο Μέγαρο των Ηλυσίων με σύνθημα «Ή αλλάζουμε την Ευρώπη ή την εγκαταλείπουμε». Και μπορεί να το δει κανείς ως μέρος μιας γενικότερης πολιτικής αδιαλλαξίας που εκλογικά είναι πιθανό να τον δικαιώσει.