Μπορεί πολλοί συγγραφείς να μιλούν ξανά για την παρακμή της Γαλλίας, με αυτή όμως τη χώρα δύσκολα θα πλήξει κανείς. Η μάχη για την προεδρία φανέρωσε όλες τις αποχρώσεις μιας σκηνής ικανής να παραγάγει ακόμα σοβαρές ιδεολογικές εντάσεις. Από τον τροτσκιστικό εργατισμό έως την «ταυτοτική» Ακροδεξιά, τα πάθη των Γάλλων έχουν μια ορατότητα που ξενίζει τους ασυνήθιστους. Αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εποχή αυτή μοιάζει έτοιμη να φιλοξενήσει εκπλήξεις και απρόσμενα δυσάρεστες τροπές. Η νίκη Τραμπ, το Brexit, η ξεκούρδιστη ορχήστρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όλα αυτά μαρτυρούν ένα περιβάλλον υψηλών κινδύνων. Και τώρα ακόμα που γράφω αυτές τις γραμμές, η Τερίζα Μέι προκηρύσσει εκλογές για τον Ιούνιο. Με άλλα λόγια, το 2017 δεν είναι 2002 όπου, για παράδειγμα, ο λεπενικός κίνδυνος εμφανίστηκε στη σκηνή ως μια ντροπιαστική ανωμαλία. Σήμερα, το ανώμαλο και το παθολογικό έχουν γίνει μέρος της κανονικότητας. Η οικονομική ανασφάλεια, οι κρίσεις ταυτότητας και το μπλοκάρισμα σε ιδέες και θεσμικές λύσεις δίνουν τον τόνο.
Προς τα πού θα προσανατολιστεί λοιπόν η γαλλική κοινωνία;
Το βέβαιο είναι πως έχουν τραυματιστεί οι δυο παραδοσιακοί πόλοι της γαλλικής σκηνής. Τα παθήματα των «κατεστημένων» σχηματισμών φάνηκαν να ωφελούν τους ετερόδοξους παίκτες: ένα νέο, συνθετικό Κέντρο (Μακρόν) αλλά και τις δυο βασικές εκδοχές αμφισβήτησης των ισορροπιών του συστήματος, τον αριστερό λαϊκισμό του Μελανσόν και την εθνο-ταυτοτική Δεξιά της Μαρίν Λεπέν.
Αυτό όμως που δείχνει την κρισιμότητα της στιγμής είναι οι τόνοι αυτής της συγκυρίας. Εχουμε στην ουσία μια πολιτική σκηνή χωρίς ταμπού και κυρίως μια δημοκρατία της γνώμης απελευθερωμένη λεκτικά. Το ευρώ, η θέση της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το Μεταναστευτικό, όλα βρέθηκαν πάνω στο τραπέζι. Πέρα από τα κεντρικά πρόσωπα των υποψηφίων, ένας γαλαξίας από ιδεολογικά ιστολόγια και μια φρενίτιδα στα social media χαράσσουν τα νέα ιδεολογικά και πολιτικά σύνορα. Ο χώρος της «ταυτοτικής» Δεξιάς βρίσκεται σε κινητικότητα και έχει βρει, δυστυχώς, νέο κοινό. Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν κατόρθωσε, από την πλευρά του, να δώσει υπόσταση στη συνάντηση ανάμεσα στα πάγια θέματα του συγκρουσιακού λαϊκισμού και στη γαλλική ρεπουμπλικανική παράδοση. Θα έλεγε έτσι κανείς ότι η εθνικιστική κληρονομιά του Σαρλ Μοράς και τα νήματα από τον πιο παλιό αριστερό ιακωβινισμό ενεργοποιούνται εν έτει 2017.
Νομίζω όμως πως δεν πρέπει να υποτιμά κανείς το βάρος μιας ορισμένης γαλλικής Δεξιάς. Η σύνθεση του Φιγιόν ανάμεσα σε σκληρό οικονομικό εκσυγχρονισμό και συντηρητικές κοινωνικές αξίες, σε «νεοφιλελευθερισμό» και παραδοσιακό καθολικισμό, είναι ισχυρή. Εχει δηλαδή αξιοσημείωτους θυλάκους υποδοχής και κοινωνικές αναφορές. Η προσωπική ηθική αποδυνάμωση του Φιγιόν δεν είναι βέβαιο πως θα αποσυσπειρώσει τον κόσμο του. Και αυτό διότι μπορεί η Λεπέν να είναι κοντά σε αυτόν τον κόσμο ως προς κάποιες «ηθικές αξίες», αλλά ο νέος κοινωνικός λεπενισμός βρίσκεται μίλια μακριά από τα οικονομικά οράματα της υπερφιλελεύθερης Δεξιάς. Από την πλευρά του, ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να γοητεύει έναν κεντροδεξιό κόσμο με το πνεύμα του start-up μεταρρυθμισμού, αλλά πολιτισμικά δεν ικανοποιεί τον συντηρητικό εθνικισμό με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η γαλλική δεξιά ψυχή. Κυρίως όμως δεν έχει τα σταθερά οργανωτικά ερείσματα που προσφέρει η παραδοσιακή πολιτική.
Ολες όμως οι υποψηφιότητες έχουν ενδιαφέρον. Αποτυπώνουν το μωσαϊκό μιας Γαλλίας ανασφαλούς αλλά και έτοιμης να ενθουσιαστεί. Για μένα το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι το δίδυμο Μακρόν – Μελανσόν. Και το πιο λυπηρό και ανησυχητικό γεγονός, η αδιάψευστη υπαρξιακή κρίση της γαλλικής σοσιαλιστικής Αριστεράς.
Μένω όμως στα δύο Μ αυτής της κούρσας. Ο Μακρόν μοιάζει με αίνιγμα. Πολλοί επιμένουν πως πρόκειται για κατασκεύασμα ενός μεταμοντέρνου «ισορροπιστικού» στυλ. Αλλοι βλέπουν εδώ το επιμελημένο κενό, την απουσία άξονα και απλώς μια ικανότητα επικοινωνιακής εμψύχωσης του κοινού. Μπορούμε όμως να σταθούμε σε έναν χαρακτηρισμό που προέρχεται από τον Μαρσέλ Γκοσέ, έμπειρο στοχαστή της πολιτικής: ο Μακρόν, θα πει ο Γκοσέ, είναι ένας θετικός φιλελευθερισμός. Σε αντίθεση με τον τιμωρητικό και αυστηρό «φιλελευθερισμό» του Φιγιόν, ο Μακρόν προτείνει μια ρεφορμιστική σύνθεση: μεταξύ πνευματικότητας και καινοτομίας, εντέλει μεταξύ καρδιάς και ορθολογισμού. Δεν έχει έτσι τόση σημασία το πρόγραμμά του με τα επιμέρους μέτρα του όσο η πρόθεσή του να ενσαρκώσει έναν καταφατικό προοδευτισμό.
Και ο Μελανσόν; Και εδώ βρίσκει κανείς μια άλλη σύνθεση πνευματικότητας και πολιτικής. Ο διανοούμενος Μελανσόν είναι ικανός για εκλεκτικές προσμείξεις. Από τη μια πλευρά παίζει με τις παλαιές ευαισθησίες της γαλλικής επαναστατικής μνήμης. Με στοιχεία αντικαπιταλισμού, εθνικού – κρατικού κεϊνσιανισμού, λαϊκής ριζοσπαστικότητας. Συγχρόνως όμως κινητοποιεί μεγάλες δόσεις αντιγερμανικής ρητορείας, χοντροκομμένες πολώσεις και υποσχέσεις που αν εφαρμοστούν οδηγούν αναμφίβολα σε μείζονα κρίση την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ολα είναι ανοιχτά, λοιπόν. Τα πολιτικά ρήγματα στην Αριστερά, η έφοδος του αντιευρωπαϊκού εθνικισμού, η ανθεκτικότητα ή όχι της γαλλικής Δεξιάς. Το ενδεχόμενο η παρουσία Μακρόν να εγκαινιάσει μια νέα φάση «ιδεολογικού υβριδισμού» στη γαλλική πολιτική ζωή. Ή να αποδειχτεί αδύναμη απέναντι στις κομματικές τεχνολογίες και ταυτότητες.
Για εμάς, για την άλλη Ευρώπη, για τον κόσμο, ο γαλλικός πλους είναι σημαντικός. Τόσο γι’ αυτούς που θεωρούν απαραίτητη την ανανέωση της ευρωπαϊκής υπόσχεσης όσο και για όσους πιστεύουν πως μόνο μέσα από ανατροπές προχωράει ο κόσμος.
Αυτό που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι να μη βγει κερδισμένος ο δημαγωγικός εθνικισμός. Για έναν βασικό λόγο: η καρδιά της Ευρώπης δεν αντέχει άλλες κακές διαιρέσεις. Ούτε πολιτισμικούς πολέμους ούτε έναν γαλλογερμανικό ψυχρό πόλεμο. Ες αύριον τα σπουδαία.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι συγγραφέας, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης