Στον αριστοτελικό ορισμό για την τραγωδία, ένα από τα ουσιώδη κλειδιά είναι το φίλτρο μετατροπής του «τρόμου σε ρυθμό» (για να θυμηθώ μια έξοχη εκδοχή της ποίησης του Δημήτρη Χριστοδούλου) και αναφέρομαι στο δίπολο «έλεος και φόβος». Μέσα από αυτά τα δίκρανα πρέπει να περάσει ο τραγικός ήρωας για να αξιωθεί την κάθαρσιν. Αλλά αυτή η δοκιμασία στο κλασικό ελληνικό δράμα υπακούει στους νόμους του μέτρου και δεν χρειάζεται να αυτονομηθεί. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι συγγραφείς του θεάτρου (και του κινηματογράφου και ύστερα της τηλεόρασης), είτε για να πρωτοτυπήσουν είτε για να εντυπωσιάσουν είτε από αμηχανία στις λύσεις και τις θέσεις των έργων, αυτονόμησαν αρκετά από τα συστατικά αριστοτελικά στοιχεία. Αλλοτε αυτονομήθηκε η μίμησις πράξεως και οδηγηθήκαμε στον παντόμιμο, άλλοτε αυτονομήθηκε η όρχησις και οδηγηθήκαμε στο χορόδραμα, άλλοτε αυτονομήθηκε η όψις κ.τ.λ. και προέκυψαν νέα σκηνικά είδη. Και η όπερα μια τέτοια αυθαίρετη ερμηνεία του αριστοτελικού ορισμού ήταν. Ευτυχής. Στο αστυνομικό δράμα π.χ. η κάθαρσις έρχεται συνήθως αιφνίδια από τον ανακριτή, τον επιθεωρητή ή τον ντετέκτιβ.
Υπάρχει βέβαια και το θρίλερ. Εδώ ο δραματουργός και εν συνεχεία ο σκηνοθέτης αξιοποιούν το δίπολο «έλεος και φόβος» και τα συναφή: αγωνία, μυστήριο, αίνιγμα και κυρίως τρόμο. Οσο πιο έντονα τονίζεται αυτό το δίπολο τόσο η λύσις λειτουργεί λυτρωτικά και βεβαίως δεν προκύπτει κατά το εικός και το αναγκαίον, όπως το όρισε ο μεγάλος εκείνος πρώτος δραματολόγος. Κατά το εικός και το αναγκαίον σημαίνει πως η πορεία ενός δράματος προς το τέλος, τον σκοπό που έχει τεθεί εκ των προτέρων και αποκαλύπτεται σταδιακά γίνεται κατά τρόπο φυσικά λογικό και προκαλούμενο από την εσωτερική ή εξωτερική ανάγκη των πραγμάτων ή των χαρακτήρων.
Στο θρίλερ, στα έργα όπου κυριαρχούν ο φόβος και ο τρόμος, οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες. Ο φόβος προκαλείται από ενέργειες που απειλούν ανθρώπους και πράγματα αλλά είναι αναγνωρίσιμη η πηγή που προκαλεί τον κίνδυνο. Ενας ληστής με πιστόλι, ένα αυτοκίνητο που κινείται αντίθετα στο ρεύμα, το μπούλινγκ πάσης φύσεως, ένα γνωστό δηλητήριο που καταναλώνεις κατά λάθος σε φοβίζουν και προσπαθείς με χίλιους τρόπους να τα αντιμετωπίσεις. Αλλά ο τρόμος έχει άγνωστη, απροσδιόριστη, απρογραμμάτιστη, αιφνίδια και αναιτιολόγητη λογικά πηγή. Ο καρκίνος, ο σεισμός, το τσουνάμι, το AIDS προκαλούν τον τρόμο γιατί αγνοούμε πότε θα «χτυπήσουν» και πώς!
Το θρίλερ στη σκηνή και στις οθόνες βασίζεται σ’ αυτό το απροσδόκητο, το μυστηριώδες, το άγνωστο κριτήριο που δημιουργείται με απανωτά σασπένς. Για πολλά χρόνια, οι παιδοψυχολόγοι είχαν προσπαθήσει να απαγορεύσουν την αφήγηση τρομακτικών ιστοριών στα παιδιά, με δεδομένο πως δεν υπάρχει ούτε λαϊκό ούτε λόγιο παραμύθι χωρίς δράκους, λύκους, παγίδες, εφιάλτες, τέρατα και απροσδιόριστες δυνάμεις καταστροφής. Η πιο ψαγμένη όμως παιδοψυχολογία με τα πειραματικά της πλέον δεδομένα όχι μόνο απέτρεψε την απαγόρευση, αλλά αντίθετα επέβαλε τρόπον τινά παραμύθια με τερατώδη γεγονότα και υπερφυσικές δυνάμεις. Οι αφηγήσεις αυτές λειτουργούν ψυχολογικά όπως τα εμβόλια, είναι αμυντικό υλικό και προοικονομία στον ψυχισμό ώστε να έχει εθιστεί και να μπορέσει να αντιμετωπίσει την πραγματική απειλή, όταν εμφανιστεί.
Ετσι εξηγείται, νομίζω, και η δημοφιλία των θρίλερ είτε ως αναγνωσμάτων είτε ως θεαμάτων και ακροαμάτων. Είναι σαν να παίρνουμε τη δόση μας από φόβο και τρόμο με τη συγκατάθεσή μας έτσι ώστε να δημιουργούμε μια πανοπλία για να αντιμετωπίσουμε πραγματικές απειλές.
Κάτι ήξερε εκείνος ο «μυθικός» ανατολίτης βασιλιάς που έπαιρνε μικρές δόσεις δηλητηρίου στο καθημερινό του φαΐ ώστε εθισμένος να μπορέσει να αποτρέψει απόπειρες δολοφονίας με δηλητήριο από τους ελλοχεύοντες στο παλάτι του εχθρούς του.
Από πού άραγε έρχεται αυτή η επιθυμία και συχνά η ηδονή προς τον κίνδυνο που διαπιστώνει κανείς και στα νήπια; Να είναι τάχα η εμπειρία του σκοταδιού της μήτρας, να είναι μια κληρονομημένη αταβιστική συνύπαρξη με τον τρόμο από την εποχή των σπηλαίων και μάλιστα τις ώρες που έπεφτε το απόλυτο σκοτάδι στη γη και στον συννεφιασμένο ουρανό;
Αλήθεια, έχουμε συνειδητοποιήσει πως οι λέξεις της γλώσσας δειλός και δείλη – δειλινό έχουν την ίδια ακριβώς προέλευση; Ο τρόμος, ο φόβος μεγάλωναν και προκαλούσαν αισθήματα δειλίας όταν έπεφτε το σκοτάδι. Και τώρα…
Αυτές τις σκέψεις μού γέννησε άλλη μια φορά η παρακολούθηση ενός θρίλερ στο θέατρο.
Στο Θέατρο Βεάκη παίζεται με επιτυχία συντελεστών το θρίλερ «Το φως του γκαζιού» του Πάτρικ Χάμιλτον, ένα διάσημο και στη σκηνή και στην οθόνη έργο μυστηρίου, τρόμου και αινιγματώδους πλοκής. Ο Χάμιλτον, συγγραφέας και άλλου διάσημου θρίλερ, της «Θηλιάς» (1929), στο «Φως του γκαζιού» κατορθώνει να συνδυάσει δύο θεμελιώδη συστατικά του είδους που και από μόνα τους παράγουν τρόμο. Εδώ κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα που δεν ξεκαθαρίζεται αν απειλείται πραγματικά ή έχει εξαιτίας ψυχικής νόσου φαντασιώσεις. Και το δίλημμα μας συνοδεύει και μετά την τελική αυλαία. Αλλο πράγμα να φοβάμαι έναν που έρχεται εναντίον μου κρατώντας περίστροφο και άλλο να τρομάζω νομίζοντας πως είναι περίστροφο αυτό που κρατά, ενώ μου φέρνει την τσαγιέρα!..
Στο έργο του Χάμιλτον, μια τρελή γυναίκα νομίζει πως όλοι συνωμοτούν εναντίον της, όλοι συνωμοτούν να τρελάνουν μια υγιή γυναίκα! Σ’ αυτά τα έργα κυριαρχεί η διπλή σήμανση πράξεων και πραγμάτων και συμπεριφορών. Μια χειρονομία εκλαμβάνεται ταυτοχρόνως από άλλη γωνία ως απειλή και ως χαιρετισμός.
Το έργο έχει παιχτεί και στην Ελλάδα συχνά στο παρελθόν, πάντα με επιτυχία και γενναίες διανομές. Τώρα στο Θέατρο Βεάκη ο Αλέξανδρος Κοέν που το μετέφρασε και το σκηνοθέτησε καταθέτει μια κωδικά άρτια θριλερική παράσταση. Εν πρώτοις δέχτηκε πως το θρίλερ δεν παίζεται με υπερβολές ως γκραν γκινιόλ. Παίζεται ως κανονικό δράμα, αστικό, κοινωνικό, με όλα τα συμφραζόμενα: οικειότητα συμπεριφορών, φυσικότητα και ρεαλιστικό περιβάλλον. Ετσι η Χριστίνα Κωστέα κατασκεύασε ένα έξοχο μεγαλοαστικό αγγλικό σαλόνι με τα τυπικά έπιπλα της τάξης αυτής αλλά με μια σειρά από κουρτίνες τις οποίες ο καθείς ευαίσθητος μπορούσε να τις υποπτευθεί ως κρύπτες, διαφυγές και παγίδες – παρατηρητήρια. Τα κοστούμια της με ύφος και ήθος εποχής. Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο του Κοέν;!) έξοχοι. Η διανομή ιδανική. Ο Στέφανος Κυριακίδης, κυρίαρχος των σπάνιων και έμπειρων μέσων του, έπαιξε το παιχνίδι της αμφισημίας και της αμφιθυμίας με μαεστρία.
Η Μελίνα Βαμβακά είχε όλη την ύπουλη απειλή και συνάμα την υπηρεσιακή τυπικότητα της οικονόμου. Η νεαρή Αλίκη Μπομποτά έχει υποκριτικό ψαχνό. Ξέρει να ελίσσεται ανάμεσα σε αντιφατικά αισθήματα και να ξεγλιστράει με αφέλεια που υποψιάζει. Ο Παναγιώτης Πετράκης αποδεικνύει άλλη μια φορά πως γνωρίζει να κυκλοφορεί με άνεση από την κωμωδία στο δράμα, από το μιούζικαλ στο θρίλερ –με άνεση ψαριού στον ωκεανό.
Αφησα τελευταία την Τάνια Τρύπη για να δηλώσω άλλη μια φορά την απορία μου, πώς αυτή η ηθοποιός γνωρίζει να υπηρετεί με συνέπεια και μέτρο διαφορετικά και συνήθως συνθετικά χαρακτηρολογικά πορτρέτα. Σπάνια έχουμε θαυμάσει στη σκηνή αυτόν τον πανικό και τον τρόμο που ισορροπούν ανάμεσα στην αλήθεια και την προσποίηση. Κατόρθωμα.
Μετάφραση, σκηνοθεσία:
Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά,κοστούμια:
Χριστίνα Κωστέα
Παίζουν:
Στέφανος Κυριακίδης, Τάνια
Τρύπη, Παναγιώτης Πετράκης, Αλίκη Μπομποτά, Μελίνα Βαμβακά
Πού:
Θέατρο Βεάκη (Στουρνάρη 32,
τηλ. 210-5223.522)
έως 30/5