Θεωρητικός κινηματογράφου, στιχουργός, βραβευμένος –και πρωτοπόρος –σκηνοθέτης, εκδότης, συγγραφέας, δημοσιογράφος, δάσκαλος σκηνοθεσίας, με τρία διεθνή βραβεία και περισσότερα από 30 εθνικά, μέλος της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Ή απλώς Κώστας Φέρρης, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Με αφορμή τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, μας παρέδωσε το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα:
20 Απριλίου 1967. Βραδάκι. Δεν είναι ακόμα η ώρα να μετακομίσουμε στο «Βυζάντιο» κι είμαστε μαζεμένοι δίπλα, στη γωνία, στα «Νούφαρα». Καβγάς μεγάλος. Οι ανεξάρτητοι επιμένουμε: «Θα γίνει πραξικόπημα!» Οι αριστεροί της ΕΔΑ μάς βρίζουν… «Εδώ είναι Ευρώπη, δεν μπορεί να γίνει δικτατορία!» (50 χρόνια αργότερα, σκέφτομαι: «Χα χα χα!») Ο Δήμος Θέος (σκηνοθέτης) έχει επιχειρήματα: «Οι ταγματασφαλίτες της Κατοχής είναι ακόμα στα πράγματα. Δεν θ’ αφήσουν τον Γέρο (Παπανδρέου) να κάνει κάθαρση». Ο καβγάς φουντώνει. Με βγάζει από το αδιέξοδο ο Γιώργος Κατακουζηνός (σκηνοθέτης): «Δεν πάμε σπίτι σου να συνεχίσουμε το γράψιμο του σεναρίου;».
Περασμένα μεσάνυχτα, στο σπίτι μου, στο Παγκράτι, γράφουμε σενάριο. Κατά τις 12.30 χτυπάει την πόρτα η τραγουδίστρια του Νέου Κύματος Αθηνά Ζαχαροπούλου. Είναι όλο ενθουσιασμό, να μας διηγείται τι έγινε απόψε στην μπουάτ. Τη διώχνουμε γιατί μας διασπάει. Στην πόρτα, πριν φύγει, σταματάει. «Ενα τελευταίο να σας πω κι έφυγα. Περνώντας από το Σύνταγμα με το ταξί, είδα δυο φορτηγά ν’ αδειάζουν ένα τσούρμο φαντάρους, που μπήκαν τρέχοντας στη Βουλή. Δεν είναι περίεργο;». Πανικός. Σηκώνουμε το τηλέφωνο, κομμένη η γραμμή. Ακούγονται οι ερπύστριες. Τρέχουμε στο παράθυρο, βλέπουμε τα τανκς να περνάνε…
Κάνουμε μια μεγάλη βόλτα με το WW του (σκηνοθέτη) Κώστα Βρεττάκου, Ηρώδου του Αττικού, Βασιλίσσης Σοφίας κ.λπ. «Επιθεωρούμε» τα τανκς… Καταλήγουμε στο «Βυζάντιο». Κόσμος πολύς μαζεμένος, όρθιοι στο πεζοδρόμιο, αμήχανοι, πανικόβλητοι. Καταφθάνει ο Γιώργος (αδελφός του Ανδρέα) Παπανδρέου. Μας διηγείται με λυγμούς πως συνέλαβαν τον πατέρα του και τον αδελφό του. Καταφθάνει ο Ρένος Αποστολίδης παρέα με τον (σκηνοθέτη) Νίκο Νικολαΐδη. Είχαν κι αυτοί ξενύχτι, έκαναν τις διορθώσεις για τα «Νέα Ελληνικά». «Τι έγινε βρε παιδιά; Κίνημα;» Ετσι μάθαμε πως οι παλιοί το λέγαν Κίνημα. Ο Ρένος φεύγει βιαστικός να ειδοποιήσει τον μεγαλύτερό του εχθρό, τον Μίκη Θεοδωράκη, να κρυφτεί γιατί θα τον συλλάβουν («μου έσωσε τη ζωή» θα πει 10 χρόνια αργότερα ο Μίκης). Λίγο πριν ξημερώσει ακούμε μια μοτοσικλέτα, ένας… κυνηγός με το όπλο στον ώμο κατεβαίνει την Πατριάρχου Ιωακείμ, στρίβει προς τη Βασιλίσσης Σοφίας. Του φωνάζουμε: «Πού πας βρε… Σταμάτα!» Εκείνος νομίζει πως του κάνουμε καζούρα, μας κάνει μια χειρονομία και βγαίνει προς τα τανκς! Δεν μάθαμε τι απέγινε.
Με τον Ντάντη (Βρεττάκο) και το WW του γυρνάμε από σπίτι σε σπίτι να ειδοποιήσουμε κόσμο να κρυφτεί. Καταλήγουμε στο σπίτι του Νίκου Παναγιωτόπουλου (σκηνοθέτη) στην Κυψέλη, μας ανοίγει την πόρτα ο Χρήστος Μάγκος (κινηματογραφιστής). Είναι φαντάρος, στη Γεωγραφική, κι έχει κάνει κοπάνα… Του λέμε τα καθέκαστα κι αυτός αρπάζει την Arriflex και κάνει να φύγει. Τον σταματάει ο Κωνστανταράκος (σκηνοθέτης). «Ασε μας την κάμερα να τραβήξουμε πλάνα για την Αντίσταση!» «Είσαι τρελός! Θα μ’ εκτελέσουν!» (Η σκηνή περιγράφεται περιληπτικά στο «Λούφα και παραλλαγή»). Ο Παναγιωτόπουλος κοιμάται, τον ξυπνάμε, του λέμε τα καθέκαστα. «Ελα μωρέ, διαδόσεις…». Τον πιάνουμε από το χέρι, τον πάμε στο μπαλκόνι, βλέπει κάτω τα τανκς, χλωμιάζει.
Μεσημέρι, στο σπίτι του Σταύρου Κωνστανταράκου (Δεξαμενή) γίνεται το μοίρασμα των «σεσημασμένων» σε σπίτια των «περιφρουρημένων». Ας σημειωθεί πως σ’ ένα δωμάτιο συνεδρίαζε ίσαμε χθες ο Oμιλος Αλεξάνδρου Παπαναστασίου: Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Βασίλης Φίλιας, Σάκης Καράγιωργας, Κώστας Σημίτης! Κάποιος από μας κατεβαίνει στην πλατεία και «ψαρεύει» τον Διονύση Σαββόπουλο και τον (μετέπειτα εκδότη) Θέμη Πανούση. Τα ‘χουν χαμένα, δεν ξέρουν πού να πάνε. Τους φέρνουν στο σπίτι και τους χρεώνομαι. Ο Θέμης έμεινε μόνο μια βραδιά, ο Διονύσης πολύ περισσότερο.
Το βράδυ, στη σκοτεινιά, η Αθηνά γράφει στη γραφομηχανή τις προκηρύξεις, μία μία: «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ». «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ». «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ».