Κόψε κι εσύ εισιτήριο, μπορείς!

Πολύ ανοιξιάτικο το κουίζ της εβδομάδας: Με ποιον θαυμαστό, μαγικό τρόπο αυξήθηκαν έως και κατά 300% τα δηλούμενα έσοδα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, όταν αντικαταστάθηκαν κάπου 10 φύλακες σε κομβικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους της επικράτειας;

Οι ευρόντες θα πάρουν τιμητική θέση στην πολύβουη –όπως προβλέπεται –καλοκαιρινή σεζόν των μνημείων μας.

«Συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, αισθάνομαι ακατανίκητη συμπάθεια για τον άλλο, όσο κι αν οι καθαυτό δικές μου απόψεις, που τις κρύβω, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Ω! Tι ευτυχισμένη ειρήνη και γαλήνη κατορθώνω μ’ αυτό τον τρόπο» κατέγραφε με φόρα στα «Ομιλήματά» του το 1972 ο ποιητής, πεζογράφος και αυτοδίδακτος ζωγράφος Νίκος – Γαβριήλ Πεντζίκης (1908 – 1993). Φανταστείτε τώρα να χαζεύετε μπροστά στη βιβλιοθήκη του εξοχικού και να πέφτετε πάνω στο εν λόγω πόνημα του θεσσαλονικιού δημιουργού. Κάτι τέτοιο συνέβη στην Κατερίνα Μαούτσου. Επεσε πάνω στην έκδοση (των Φίλων) και με το που την άνοιξε, συγκλονίστηκε. «Ηταν μονόδρομος πια να το φέρω στο θέατρο και ας μην είναι μυθιστόρημα αλλά συνειρμικός λόγος» μου λέει η σκηνοθέτις που ανεβάζει –μουσικά –τα «Ομιλήματα» από την 1η Μαΐου στο Bios, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, με διαφορετικό μουσικό φόντο (τη Δευτέρα με κλασική μουσική υπό τον ήχο ενός βιολιού, την Τρίτη λαϊκά ακούσματα συνοδεία κιθάρας). Εξερευνώντας παράλληλα το δίπολο λογοτεχνία – θέατρο, μαζί με τον Μπάμπη Γαλιατσάτο όπως είχαν κάνει και με τον «Μέγα Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου (χωρίζοντας τότε τις παραστάσεις ανάλογα με το φύλο). «Το κείμενο έχει μεγάλη θεατρικότητα. Κατ’ αρχάς έχει το στοιχείο της απεύθυνσης» μου λέει η Κατερίνα Μαούτσου. «Ο Πεντζίκης μιλάει σε μια κάμαρα μόνος του και συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος, αλλά ενέχει ένα δεύτερο πρόσωπο, άχρονο που δεν έχει ημερομηνία γέννησης και δεν μπορεί κανείς να το δει. Αφού έχω αυτό το πρόσωπο να διαλέγομαι, λέει, δεν με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι». Ετσι ανοίγει έναν διάλογο για την πίστη, τη θρησκεία, τον Αλλο, τη γυναίκα, τον έρωτα. «Ενώ όλα αυτά μπορούν να έχουν μπεκετική χροιά, έχουν και απίστευτο χιούμορ» επισημαίνει η σκηνοθέτις. «Και αυτοσαρκασμό. Το αποτέλεσμα είναι τραγελαφικό. Τη μία στιγμή λέει σημαντικά για την ύπαρξη και την άλλη στιγμή τα υπονομεύει. Μεγαλοφυές. Σε ένα όριο, εκεί όπου βρίσκεται η ισορροπία της ζωής».

«Επιστρέφω από τον κοινό περίπατο / δίχως πόθο λαχτάρα συμφέρον / σκέφτομαι γιατί δεν πρέπει να ‘μαι μόνος / μια και γνώρισα την ύπαρξη του άλλου…» έγραφε για τη σημασία του Αλλου στις «Εικόνες» του το 1944 ο Πεντζίκης. «Το μειδίαμα του παππού ήτον η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του. Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”!». Με τη φράση αυτή από την αφήγηση της προσωπικής του δοκιμασίας, όταν στα δέκα του δούλεψε παραγιός σε έναν τυραννικό ράπτη στην Πόλη με όνειρο να ράψει τα φορέματα της βασιλοπούλας, έκλεινε την αφήγησή του ακριβώς 60 χρόνια πριν ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849 – 1896). Και ο δραστήριος, άλλοτε και κινηματογραφικά, Δήμος Αβδελιώδης ανέβασε αυτή την αφήγηση του «ράπτη της τέχνης», που ισορροπεί θαυμαστά –και γλωσσικά –ανάμεσα στον «συναρπαστικό ρεαλισμό και στον ποιητικό στοχασμό» στη σκηνή με επιτυχία. Και τώρα, ύστερα από την παράσταση «Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτη» που παρουσίασε με το ΚΘΒΕ, φέρνει «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» από 12 Μαΐου στο Tempus Verum –Εν Αθήναις, σε ερμηνεία Ιωάννας Παππά.
«Χωρίς ραφή και ράμμα» ζητά ο βασιλιάς να είναι οι 40 φορεσιές που παραγγέλνει, στο έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, και ο Δήμος Αβδελιώδης (φωτογραφία) εστιάζει εκεί. Στο πώς συνδέεις δύο διαφορετικά, ασύνδετα κομμάτια, ώστε ένα δημιούργημα, ένα έργο να φαίνεται σαν ενιαίο και να μη φαίνονται τα μέρη του. «Αυτό είναι το μάθημα του Βιζυηνού» αποφαίνεται ο σκηνοθέτης. «Ηταν συνειδητή η επιλογή, διότι πιστεύω προσωπικά ότι αυτά τα κείμενα μπορούν να τροφοδοτήσουν το μυαλό μας. Να εξισορροπηθεί ο πνευματικός μας χώρος. Για να μπορέσουμε να υπάρξουμε μέσα σε αυτό τον παράδεισο που ζούμε και δεν τον ξέρουμε ακόμη. Στον πυρήνα τους αυτά τα κείμενα έχουν όλη την καταγωγή του ελληνικού ανθρωπιστικού ιδεώδους που κανένας άλλος πολιτισμός δεν έχει μελετήσει τόσο. Οταν τα πιάνεις αυτά τα κείμενα, σχεδόν θεραπεύεσαι». Ας μείνουμε στην ίδια εποχή –το 1881, συγκεκριμένα –όταν η Θεσσαλία προσαρτώνταν στο ελληνικό κράτος και ας σταθούμε και στον παράλληλο του Βιζυηνού ηθογράφο Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865 – 1922). Και στον «Ζητιάνο» του, του 1897, τον οποίο φέρνει πρώτη φορά επί σκηνής στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης με την ομάδα Anima, σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη. Σε μια αφήγηση που σκιαγραφεί τον –τότε –Θεσσαλικό Κάμπο, με κατοίκους που «κυριαρχούνται από ταπεινά ένστικτα, από παγανιστικές δοξασίες, φτώχεια και αμάθεια και γίνονται υποχείρια του κραβαρίτη δαιμόνιου επαγγελματία Επαίτη». Ο οποίος, κατά τον Φώτο Πολίτη, είναι «ο έλλην πολιτικός, ο έλλην επιστήμων, ο έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος “έξυπνος” Ρωμηός της εποχής μας»! Ο διαχρονικός και ανίκητος.

Ανάπαυλα με πολλά καρέ

Σκηνοθέτησε τελευταία με λεπταίσθητο χιούμορ το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τουΕντουαρντ Αλμπι, που παίζεται στο Από Μηχανής Θέατρο. Ανέλαβε πρόεδρος του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύμα Σταύρος Νιάρχος και παραιτήθηκε βροντερά. Τον έχουν ανακοινώσει για το «Ψηλά από τη γέφυρα» τουΑρθουρ Μίλερ, κατάΝικαίτη Κοντούρη, τον ερχόμενο Φεβρουάριο στο Εθνικό. Αλλά και για τον άπαιχτο στην Ελλάδα «Τρόμο» του ΓερμανούΦέρντιναντ φον Σίραχ(ως μεταφραστή, σκηνοθέτη και πιθανόν πρωταγωνιστή) στο Αλμα –όπου ανέβασε τις «Επικίνδυνες σχέσεις» –με θέμα αεροπειρατεία πάνω από το Μόναχο που απειλεί να ρίξει αεροπλάνο σε γήπεδο με 70.000 θεατές. Πού βρίσκεται τώρα οΓιώργος Κιμούλης(φωτογραφία); Ε, λοιπόν, στη Σόφια! Και στα περίχωρα. Για ρεπεράζ. Ναι, κινηματογραφικό. Διότι γράφει, άλλοτε στην Αθήνα, άλλοτε στην Επίδαυρο, το σενάριο μιας ταινίας που θα σκηνοθετήσει. Ενα πολιτικοκοινωνικό δράμα, σημερινό, όπως μαθαίνω. Με αίσθηση σπονδυλωτή και ενιαία συνάμα. Διότι η αλήθεια είναι ότι πέρα από τους κινηματογραφικούς ρόλους του, που δεν είναι σπάνιοι και σε καμία περίπτωση αμελητέοι, οΓιώργος Κιμούληςσπουδάζει «κρυφά» κινηματογράφο από το 2000. Και αυτή θέλει να είναι η ανάπαυλά του. Με ματιά που θα τείνει στον μεγάλοΜπέλα Ταρκαι προσωπική φόρα περισσή…