Η αιτία συνδέεται με τον θάνατο του Στάθη Ψάλτη. Η αφορμή είναι η χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. Οταν μαθεύτηκε ότι έφυγε ο καλτ πρωταγωνιστής της δεκαετίας του ’80, οι περισσότεροι θυμήθηκαν όχι τις ταινίες που δημιούργησαν τον κινηματογραφικό μύθο του αλλά κάποιες λαμπερές χαραμάδες στην καριέρα του όπως τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του στους «Εμπόρους των εθνών» του Παπαδιαμάντη και στον «Συμβολαιογράφο» του Ραγκαβή. Και άρχισε η ιντερνετική αναπόληση της εποχής που η μεγάλη δεξαμενή της τηλεοπτικής παραγωγής ήταν η ελληνική λογοτεχνία. Καλό για την τηλεόραση, κακό για τη λογοτεχνία. Η οποία γράφεται για να διαβάζεται, όχι για να βλέπεται.
Η μεταφορά ενός πεζογραφήματος στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο ή στο θέατρο αφαιρεί τις ανάσες του συγγραφέα. Αυτές που αφουγκράζεσαι καθώς το διαβάζεις. Εξαερώνει τις περιγραφές των χώρων και των τοπίων, τις αναφορές στα χρώματα και τις μυρωδιές, περιστέλλει τους μονολόγους. Το να δεις ένα λογοτεχνικό έργο σε καμιά περίπτωση δεν είναι σαν να το έχεις διαβάσει. Ενα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τελευταία είναι το «Γκιακ», συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Κάθε διήγημα κι ένας αδυσώπητος αρβανίτικος μονόλογος. Κυκλοφόρησε το 2014 και πριν από λίγους μήνες είδα την πρώτη θεατρική μεταφορά του. Προτιμώ να την ξεχάσω.
Τώρα μαθαίνω ότι θα ανεβεί, σε άλλη διασκευή, από το ΚΘΒΕ. Δεν θα κρίνω, βέβαια, παράσταση που δεν έχω δει, αλλά ένα πεζογράφημα, πριν αναπαραχθεί έστω και από τον πλέον επαρκή σκηνοθέτη, θα πρέπει στη συνείδηση του κοινού να έχει ενηλικιωθεί ως ανάγνωσμα. Και αυτό το μικρό αριστούργημα ακόμη μπουσουλάει.