Στην πολιτική και τη δημοσιογραφία τα σωστά αντανακλαστικά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί κανείς στον πρωτοσέλιδο τίτλο «Ποτέ» της κομμουνιστικής «Ουμανιτέ» με αποδέκτη τη Μαρίν Λεπέν. Να νιώσει μια κάποια ανακούφιση για το γεγονός ότι, έστω και την επομένη, μια σειρά από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκαν υπέρ της εκλογής του Εμανουέλ Μακρόν. Και να υποδεχθεί με απογοήτευση τη χολερική «ουδετερότητα» του Ζαν-Λικ Μελανσόν και την υποταγή της ερμηνείας του αποτελέσματος στην υπηρεσία της υποτιθέμενης αντισυστημικής ρητορικής.
Κάπως έτσι, η ακροδεξιά Λεπέν και ο «νεοφιλελεύθερος» Μακρόν, ο ίδιος για τον οποίο πανηγύριζαν οι αριστερές «Λιμπερασιόν» και «Γκάρντιαν», θεωρήθηκαν από κάποιους δημοσιογράφους εδώ όψεις του ίδιου νομίσματος. Και κάπως έτσι, η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου περιγράφηκε από εγχώριους αναλυτές ως κάποια που «μιλάει στην ψυχή του ψηφοφόρου» και είναι «φιλολαϊκότερη» από τον αντίπαλό της. Αλλά αν δεν τρέχει και τίποτε εάν αποδομείται ο ένας ως εκπρόσωπος των ελίτ, υπάρχει μάλλον πρόβλημα όταν εξυψώνεται η άλλη στη σφαίρα μιας κανονικότητας όπου από τα δυο κακά δεν ξέρει κανείς απλώς ποιο να διαλέξει.
Θα μπορούσε να αποδώσει κανείς τη στάση αυτή στα αιώνια συμπτώματα της ιδεοληψίας. Είναι, όμως, κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι ένα ταλιμπανικό μίσος, η επιθυμία για μια τιμωρία που δεν θα είναι τίποτε λιγότερο από πλήρη καταστροφή, η δίψα για μια μεσσιανική δικαίωση εις βάρος όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας. Είναι κάτι που φάνηκε καθαρά στον ίσων αποστάσεων τίτλο μιας εφημερίδας ή στα ειρωνικά σχόλια ενός σχολιαστή. Οπως είχε φανεί νωρίτερα στη στάση του Μελανσόν.