Πρώτα οι αριθμοί. Τον Απρίλιο του 2012 ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολάντ είχε ψηφιστεί από 10,3 εκατ. Γάλλους, αποσπώντας το 28,6% των ψήφων. Πέντε χρόνια αργότερα, ο υποψήφιος του ίδιου κόμματος Μπενουά Αμόν συγκεντρώνει μετά βίας 2,3 εκατ. ψήφους και ποσοστό 6,3%. Η απώλεια για τους Σοσιαλιστές είναι της τάξης των 8 εκατ. ψήφων. Η αιμορραγία στο στρατόπεδο της Δεξιάς δεν είναι τόσο μεγάλη. Αλλά η διαφορά των 2,7 εκατ. ψήφων που χώρισαν μέσα σε πέντε χρόνια τον Φρανσουά Φιγιόν από τον Νικολά Σαρκοζί είναι κάθε άλλο παρά αμελητέα. Και αν η μείωση αυτή αθροιστεί με εκείνη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, τότε γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της κρίσης του γαλλικού δικομματισμού: Σοσιαλιστές και Ρεπουμπλικανοί συγκέντρωσαν μαζί μόλις το 26,3% των ψήφων.
Πρόκειται για έναν πολιτικό σεισμό που έχει αρχίσει να αφήνει βαθιά τα ίχνη του στα άλλοτε δυο κραταιά κόμματα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Φρανσουά Φιγιόν δήλωσε χθες ότι δεν έχει πλέον τη νομιμοποίηση για να οδηγήσει τους Ρεπουμπλικανούς στη μάχη των βουλευτικών εκλογών –«Θα ξαναγίνω ένας στρατιώτης ανάμεσα στους άλλους» ανέφερε. Και μάλλον δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το κόμμα του υπέστη μια «πραγματική ταπείνωση» όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο γαλλικός Τύπος, αφού έμεινε για πρώτη φορά στην ιστορία του εκτός του β’ γύρου των προεδρικών εκλογών.
Ενα πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης είχε ασφαλώς και ο ίδιος. Η παραδοχή ότι η ήττα είναι δική του δεν είναι τυπική στην περίπτωσή του. Ο Φιγιόν ξεκίνησε με ένα εξαιρετικό 32% στην πρόθεση ψήφου πριν αρχίσει να παίρνει την κατηφόρα εξαιτίας της αποκάλυψης ενός σκανδάλου αργομισθίας στο οποίο εμπλέκονταν ως υπάλληλοί του η γυναίκα του και τα παιδιά του. Η επιμονή του να μην παραιτηθεί αλλά να παραμείνει στην προεκλογική κούρσα προκάλεσε αρκετές εσωκομματικές αναταράξεις και μια πολύ μεγαλύτερη ρήξη με τη δυνάμει εκλογική του πελατεία. Και τώρα θα φορτωθεί πιθανότατα όλα τα κρίματα μιας ιστορικής ήττας από την οποία οι Ρεπουμπλικανοί πρέπει να βγουν όσο το δυνατόν λιγότερο τραυματισμένοι: «Δεν έχασαν η Δεξιά και το Κέντρο που έχασαν, έχασε ο Φρανσουά Φιγιόν», δήλωσε ο Φρανσουά Βερτ, στέλεχος του κόμματος. «Ηταν μια εκλογή που δεν μπορούσε να χαθεί και έγινε μια εκλογή που δεν μπορούσε να κερδηθεί» θα συμπλήρωνε ο Μπρις Ορτεφέ.
Συντριβή. Στο στρατόπεδο των Σοσιαλιστών η συντριβή ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά η γεύση που άφησε το ιστορικό χαμηλό του 6,3% δεν ήταν λιγότερο πικρή. «Καταστροφή» και «ηθική ήττα» ήταν οι χαρακτηρισμοί που ακούγονταν από τα σοσιαλιστικά χείλη, ενώ το βαρύ συναίσθημα των ελάχιστων παρόντων στα γραφεία του κόμματος επιτεινόταν από την εικόνα ερήμωσης. Είναι μια πραγματική κατάρρευση που συντελέστηκε μέσα σε μόλις μία πενταετία εάν λάβει υπόψη του κανείς ότι το 2012 το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) είχε στείλει έναν εκπρόσωπό του στο Ελιζέ, τον Φρανσουά Ολάντ, ενώ ήλεγχε τόσο τη Γερουσία όσο και την Εθνική Εθνοσυνέλευση, καθώς και τις περισσότερες περιφέρειες και τους περισσότερους δήμους. Αυτά το 2012. Γιατί το 2017 το PS εξαερώθηκε ακόμη και στα ιστορικά του προπύργια κάνοντας πολλούς να θυμηθούν το θλιβερό 5,01% που είχε αποσπάσει ο Γκαστόν Ντεφέρ στις προεδρικές εκλογές του 1969, επίδοση που οδήγησε στη διάλυση του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO) έπειτα από έξι δεκαετίες ζωής.
Από τα συντρίμμια του SFIO γεννήθηκε το 1971 το σημερινό PS. Και τώρα δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προβλέπουν ότι προχθές υπογράφηκε η ληξιαρχική πράξη και του δικού του τέλους. Για να γεννηθεί κάτι καινούργιο; Πιθανότητα, εάν υπάρχει κενό. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το κενό αυτό δεν έχει καλυφθεί από τον Εμανουέλ Μακρόν και κυρίως από τον Ζαν-Λικ Μελανσόν που πλασαρίστηκε ως αριστερή αντισυστημική εναλλακτική απέναντι στη Μαρίν Λεπέν.
Οι εχθροί του Μελανσόν. Ο ηγέτης της Ανυπότακτης Γαλλίας ξένισε πολλούς με την απόφασή του να μην εκφράσει τη στήριξή του στον Εμανουέλ Μακρόν. Η «Μοντ» υπενθύμιζε πάντως τη σταδιακή αλλαγής στάσης του επιφαλής της Ακρας Αριστεράς απέναντι στο Εθνικό Μέτωπο. Ο Μελανσόν έχει έρθει πλέον πολύ πιο κοντά σε αυτόν που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι ο θανάσιμος αντίπαλός του. Οπως φαίνεται, όμως, θανάσιμους αντιπάλους του θεωρεί όλους τους υπολοίπους.