Η μη-έκπληξη που προκάλεσε η πρόκριση του Εμανουέλ Μακρόν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών (οι δημοσκοπήσεις αλλά και η διάχυτη αίσθηση από την προεκλογική εκστρατεία την άφηναν να εννοηθεί όλον τον τελευταίο καιρό) συνοδεύεται από μια σειρά γρίφων γύρω από το πρόσωπο και την πολιτική –όχι μόνο τη δική του, όχι μόνο της Γαλλίας, αλλά γενικότερα.
Σε τι κατάσταση βρίσκεται το πολιτικό σύστημα μιας χώρας όταν οι γενικότητες, η -έστω μοντέρνα –επικοινωνιακή διαχείριση, η απειρία, η έλλειψη θέσεων –όχι από αδυναμία αλλά από επιλογή –μετατρέπονται σε πολιτικά πλεονεκτήματα, επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο χωρίς κομματική υποστήριξη να έρθει πρώτος αλλά και ονομάζονται, κόντρα στην πραγματικότητα (αρκεί να έβλεπε κανείς την ομιλία του το βράδυ των αποτελεσμάτων), «χάρισμα»; Η απάντηση, νομίζω, είναι: σε κατάσταση όχι μόνο μεταιχμίου αλλά δύσκολα καλυπτόμενης παρακμής. Κάτω από τα πλήγματα μιας όχι στο ύψος των προσδοκιών, έστω και αν αντικειμενικά όχι κακής, προεδρίας Ολάντ, της εγγενούς αδυναμίας διατήρησης των προνομίων και των κεκτημένων μιας άλλης εποχής (βαρύ αλλά αποτελεσματικό κράτος, πολυέξοδο αλλά προστατευτικό σύστημα πρόνοιας, εφησυχασμός στην παραγωγική πολυμέρεια που έγινε μαλθακότητα, ποιότητα ζωής που οδήγησε σε αλαζονεία, εθνοκεντρισμός που από δύναμη έγινε βαρίδι), της απώλειας του κεντρικού ρόλου στην Ευρώπη και της γενικότερης αδυναμίας της Ευρώπης, η Γαλλία γκρινιάζει χωρίς να αλλάζει –και γι’ αυτό, για τα δικά της δεδομένα, παρακμάζει. Η πρωτιά του Μακρόν, σε συνδυασμό με την πρόκριση στο δεύτερο γύρο της Λεπέν, θα μπορούσε, υπ’ αυτό το πρίσμα και παρά το γεγονός ότι αποτελεί το λιγότερο κακό από όλα τα αποτελέσματα, να θεωρηθεί ως η εικονογράφηση της σημερινής κατάστασης αυτής της μεγάλης και ωραίας χώρας: τόσες ελπίδες, με τόσα λίγα εχέγγυα –εκτός φυσικά από την τόλμη, στο πέρα όριο του αριβισμού, και το ένστικτο, που σπρώχτηκε με σχεδόν μαγικό τρόπο από τη θεά Τύχη.
Τι σημαίνει, ειδικά για την Αριστερά, αυτό το αποτέλεσμα; Ο ίδιος ο Μακρόν έλεγε και συνεχίζει να λέει ότι δεν είναι αριστερός, ούτε καν σοσιαλδημοκράτης, έχοντας καταλάβει καλά πόσο λίγο «πουλάνε» αυτές οι ετικέτες –όχι μόνο στη χώρα του Ολάντ αλλά και στον κόσμο του Τραμπ. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν είναι ένας γαλλικού τύπου «μπλεριστής», μοντέρνος, τεχνοκράτης, μη κρατιστής, φιλελεύθερος αλλά σαφώς μη δεξιός: υπέρ των ανοιχτών συνόρων, του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων, της έλλειψης φόβου έναντι της παγκοσμιοποίησης, της διεκδίκησης ευκαιριών (όχι επιδομάτων) για όλους. Σημαίνει η εκλογική κατάφαση έναντι του Μακρόν μια συγκατάνευση και για ένα τέτοιο «μοντέλο»; Εξαιρετικά αμφίβολο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο υποψήφιος δεν διεκδικεί τίποτα τέτοιο και ο γαλλικός λαός, ύστερα από τόσους άλλους, ψηφίζει πρόσωπα, σλόγκαν, ενσαρκώσεις απροσδιόριστων ιδεωδών και όχι πολιτικά προγράμματα, ούτε καν ιδέες –δεν ενοχλείται μάλιστα ακόμα και αν δεν υπάρχουν καθόλου ιδέες. Με πλάγια ειρωνικό τρόπο, αν διαβαστεί έτσι, η πρωτιά Μακρόν υπήρξε μια νίκη του Ολάντ, του προέδρου που δεν μπόρεσε καν να διεκδικήσει την επανεκλογή του αλλά που ενστάλαξε την κυριαρχία του τακτικισμού επί της πολιτικής στο μεδούλι της χώρας του.
Ανακούφιση, λοιπόν, ναι –αλλά στον αστερισμό μιας παρακμής που η αυριανή κυβερνητική πραγματικότητα, με μια Βουλή πιθανότατα κατακερματισμένη και ανερμάτιστη, απειλεί να επιταχύνει. Και άρα να ξανακλονίσει την Ευρώπη, που πρόσκαιρα ίσως να νόμισε ότι τη γλίτωσε χάρη στις δύο χώρες (Ολλανδία και Γαλλία) που πρώτες κλόνισαν τη νιρβάνα της συθέμελα.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος