Ανακ(ούφ)ιση χωρίς ουφ είναι το πρώτο συναίσθημα από τις γαλλικές εκλογές. Ανακούφιση γιατί ο φιλευρωπαίος, «ούτε Αριστερός ούτε Δεξιός» Μακρόν φαίνεται να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας. Χωρίς ουφ όμως γιατί οι δύο υποψήφιοι του εθνικού απομονωτισμού έπεισαν το 42% του εκλογικού σώματος. Τι πραγματικά όμως συμβαίνει σε Ευρώπη και Ελλάδα και έχουν τέτοια αποδοχή ιδέες και πρόσωπα που πριν από 20 χρόνια ευρίσκονταν στην ανυποληψία;
Στην Ευρώπη, η ανασφάλεια και η μετανάστευση δυναμώνουν έναν κοινωνικό αυτοματισμό που «σπρώχνει» μια κοινωνική ομάδα κατά κάποιας άλλης. Συμπυκνωμένη θέση αυτού του αυτοματισμού είναι ότι «για τη φτωχοποίηση των μεσαίων φταίνε οι φτωχοί και όσοι δεν έχουν τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις δεξιότητες να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς». Ετσι κατασκευάζεται ο αντίπαλος «των ικανών». Αν αυτός ο αντίπαλος είναι οι αδύναμοι, οι «επιδοματούχοι» ή ο δημόσιος τομέας γενικά, τότε αυτός ο κοινωνικός αυτοματισμός δυναμώνει τον υπερφιλελευθερισμό. Στην περίπτωση, πάλι, που στους παραπάνω προστίθενται οι μετανάστες ή οι ξένοι γενικά, τότε ο κοινωνικός αυτοματισμός τροφοδοτεί τον εθνολαϊκισμό, χωρίς να παραλείπει ταυτοχρόνως να ρίχνει και κάποιες ποσότητες μίσους στα νεοφιλελεύθερα ρεύματα. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη και οι πολίτες στηρίζουν αντιευρωπαίους ηγέτες. Γιατί αν η πρωτιά Μακρόν ανακουφίζει το 41% της Λεπέν και του Μελανσόν, πρέπει να μας ανησυχεί πολύ.
Στην Ελλάδα, όμως, η κυριαρχία τα τελευταία χρόνια του δεξιού και αριστερού λαϊκισμού σε συνδυασμό με την απομάκρυνση των ελπίδων ανάκαμψης της οικονομίας, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, γεννά ένα δεύτερο ρεύμα. Αυτό το ονομάζω «δεξιό» ρεβανσισμό. Αυτός ο ρεβανσισμός υποστηρίζει ότι Αριστερά, έτσι γενικά, ίσον ολοκληρωτισμός, βία και ψέμα. Δεν εκπορεύεται φυσικά από τη ΝΔ ενός πολιτισμένου αστού όπως ο κ. Μητσοτάκης. Πηγάζει από την ίδια την κοινωνία που είναι απογοητευμένη από την Αριστερά. Γι’ αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνος. Ενώ απαντά με τα ίδια όπλα σε έναν παλαιότερο ρεβανσισμό, «αριστερό» αυτή τη φορά, που σήμερα έχει γελοιοποιηθεί και ο οποίος συμπυκνωνόταν στην αφήγηση περί «ευρισκόμενης στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας Δεξιάς, με την οποία μας χωρίζει άβυσσος».
Για να αντιμετωπιστούν ο κοινωνικός αυτοματισμός και ο δεξιός ρεβανσισμός, τροφοδότες αντιπολιτικών και αντιδημοκρατικών στάσεων και συμπεριφορών, χρειάζεται να επιστρέψουμε τώρα στη διάκριση Αριστερά – Δεξιά, όπως αυτή αναπτύχθηκε μετά τον Πόλεμο έως την επικράτηση της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Ως διάκριση δηλαδή δύο πολιτικών οικογενειών που έχουν τον ίδιο στρατηγικό στόχο. Αυτός δεν είναι ούτε η αδιαφορία για τους φτωχούς ούτε η «έλευση» του σοσιαλισμού στη γη. Είναι μόνο η ευημερία των πολιτών. Μόνο που ο κάθε πόλος προτείνει διαφορετικές πολιτικές για την επίτευξη αυτού του κοινού στόχου. Ο ένας «λιγότερες δαπάνες και φόρους» και ο άλλος οφείλει πλέον, στο πλαίσιο των παγκοσμιοποιημένων αγορών, να ανανεώσει τις θέσεις του για την προτεραιότητα του κοινωνικού έναντι των αγορών. Μόνο έτσι θα επανέλθει η πολιτική στο προσκήνιο για να οδηγήσει στην ήττα των «τεράτων» που απειλούν με κατάρρευση την Ενωμένη Ευρώπη.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας και συγγραφέας