Το μεγάλο πλεονέκτημα του Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι ότι μόνο αυτός είναι ο πραγματικός νικητής του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών. Το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι ότι ως πολιτική δύναμη γεννιέται τη στιγμή που όλες οι άλλες δείχνουν να πεθαίνουν.

Στην ακροδεξιά φαμίλια των Λεπέν εκτυλίσσεται μια γνήσια αρχαία ελληνική τραγωδία. Η εγγονή Μαριόν Μαρεσάλ ετοιμάζεται να πάρει πίσω το αδικοχαμένο κατά τη γνώμη της αίμα του παππού της Ζαν Μαρί και να τιμωρήσει την πατροκτόνο μητέρα της Μαρίν. Της καταλογίζει ήδη ότι έχασε την πρώτη θέση επειδή έσπευσε να ταυτιστεί με τον Τραμπ, επειδή υιοθέτησε τις γκολικές αντιλήψεις περί κοινωνίας και κράτους, αλλά και επειδή έφερε σώγαμπρο στο Εθνικό Μέτωπο τον εκλεκτό της Φλοριάν Φιλιπό.

Λίγο αριστερότερα, στην παραδοσιακή γκολική Δεξιά, Σαρκοζί και Ζιπέ αναρωτιούνται τι μπορούν να σώσουν από μια παράταξη που για πρώτη φορά ύστερα από εξήντα χρόνια δεν είναι  σε θέση να διεκδικήσει την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Συν τοις άλλοις η πολιτική επιλογή του Φιγιόν να εμφανίζει προεκλογικά τον Μακρόν ως γνήσιο συνοδοιπόρο των κομμουνιστών έχει σημαδέψει τη βάση του κόμματος, ένα μεγάλο τμήμα της οποίας εμφανίζεται έτοιμο να μην υπακούσει στις προτροπές της ηγεσίας και να ψηφίσει Λεπέν στο δεύτερο γύρο. Πόσω μάλιστα όταν «κομμουνιστές και συνοδοιπόροι» εμφανίζονται να έχουν πάρει πάνω από το 50%.

Στη δεξιά της Αριστεράς, δηλαδή στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, τα πάντα πήγαν πενήντα χρόνια πίσω, δηλαδή στην προ Μιτεράν εποχή. Και όχι μόνο αυτό. Το ερώτημα που τώρα ταλανίζει τα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι αν ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου θα πρέπει να παραμείνουν σ’ ένα ιστορικό κόμμα που καταστράφηκε επί Φρανσουά Ολάντ ή αν θα πρέπει να μεταπηδήσουν σε ένα κόμμα που οικοδομεί ένας άλλοτε σύμβουλος και υπουργός του Ολάντ αλλά και «γκανιάν» των εκλογών, δηλαδή ο Μακρόν.

Στα αριστερά της Αριστεράς, τέλος, οι πατρογονικές αντιλήψεις περί σοσιαλφασισμού που πιθανότατα εμπόδισαν τον Μελανσόν να δώσει γραμμή καταψήφισης της Λεπέν προετοιμάζουν το έδαφος για μια ακόμη – συνηθισμένη στον χώρο αυτό – διάσπαση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ύστερα από σχεδόν μισόν αιώνα η ριζοσπαστική και κομμουνιστογενής Αριστερά ξεπέρασε σε ψήφους τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά στη Γαλλία. Θα την ξεπερνούσε δε περισσότερο αν κάποιοι από αυτούς που σε πρώτη φάση είχαν αποφασίσει να δώσουν ψήφο διαμαρτυρίας στον Μελανσόν δεν άλλαζαν γνώμη μόλις διαπίστωσαν ότι το ενδεχόμενο να εκλεγεί όντως ο Μελανσόν στην Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν υπαρκτό.

Μέσα σε αυτό το ταραγμένο πολιτικό σκηνικό ο Εμανουέλ Μακρόν, αφού έκανε το λάθος να δειπνήσει πανηγυρικά το βράδυ της Κυριακής με τους Αταλί, Κον Μπεντίτ αλλά και με πολλούς άλλους σε κεντρικό εστιατόριο του Παρισιού, ετοιμάζει (δηλαδή στελεχώνει) το κόμμα του. Ενα κόμμα που το θέλει πολυσυλλεκτικό, δηλαδή με προσωπικότητες από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και απαλλαγμένο από το άχθος των φθαρμένων προσώπων. Η επιλογή γίνεται από επιτροπές αξιολόγησης και η ταρίφα για τη συμμετοχή στις λίστες ανέρχεται γύρω στα 25.000 ευρώ ανά υποψήφιο βουλευτή.

Το μεγάλο πρόβλημα του Μακρόν ενόψει των βουλευτικών εκλογών βρίσκεται στο ότι, ενώ το κίνημά του είναι προϊόν παρθενογένεσης, οφείλει να δημιουργήσει μέσα σε μικρό διάστημα ένα κόμμα ικανό να ανταγωνιστεί κόμματα που ναι μεν υποφέρουν, ωστόσο εξακολουθούν να έχουν βαθιές ρίζες στη γαλλική κοινωνία. Αν δεν το καταφέρει (και με υπόθεση εργασίας ότι θα εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας), θα υποχρεωθεί να συγκατοικήσει στην εξουσία, δηλαδή να ξεκινήσει την προεδρία του με συμβιβασμούς. Συμβιβασμούς προς τα δεξιά αν οι Ρεπουμπλικανοί αντέξουν στις βουλευτικές εκλογές την έφοδο Λεπέν για την κατάκτηση του συνολικού χώρου της Δεξιάς, συμβιβασμούς προς τα αριστερά αν κεντροαριστεροί ψηφοφόροι επιστρέψουν από τον Μελανσόν στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, λησμονώντας ότι στις προεδρικές εκλογές το μαύρισαν. Στην περίπτωση των γάλλων Σοσιαλιστών, πάντως, αυτό έχει ξανασυμβεί.