Δεν είναι διόλου απλό πράγμα η επιβολή τιμωρίας. Και πριν από αυτό, είναι εξίσου δύσκολη η επιλογή της μορφής της τιμωρίας. Είτε αφορά πρωτίστως σε παιδιά είτε σε ενηλίκους, πολλοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα επιλέξει κάποιος να τιμωρήσει.
Παιδαγωγικά είναι αναμφισβήτητο ότι λειτουργεί υπέρ της εξέλιξης του ανηλίκου, στον βαθμό που ο γονιός χρησιμοποιεί εξίσου και την ενίσχυση ή την αμοιβή/ανταμοιβή, την επιβράβευση. Με στόχο να τιμωρεί εκεί που κρίνει ότι το παιδί έκανε λάθος και να ενισχύει το σωστό, ώστε να το κατανοήσει και να μην το επαναλάβει.
Οπως έχει επισημάνει ο αμερικανός ψυχολόγος Thorndike, «η τιμωρία δεν διδάσκει το άτομο τι να κάνει, αλλά μόνο τι δεν πρέπει να κάνει», κι αυτό είναι χρήσιμο να το έχουμε στο μυαλό μας. Οπως και το δίκαιον του πράγματος. Μια δίκαιη τιμωρία λειτουργεί μακροπρόθεσμα και εξισορροπεί το αρνητικό με το θετικό.
Ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τον χαρακτήρα ή τη νοοτροπία, η μέθοδος τιμωρίας αναπροσαρμόζεται. Ο φόβος, η απειλή δεν αποδίδουν πάντα. Οπως δεν αποδίδουν τιμωρίες εκδικητικού χαρακτήρα.
Οταν όμως η τιμωρία αφορά ενηλίκους, τότε οι όροι και οι κανόνες καλό είναι να επανεξετάζονται και ενδεχομένως να επαναπροσδιορίζονται. Ποιος τιμωρεί ποιον, με ποια αφορμή, με ποιο τρόπο και σε ποιο σκηνικό.
Γι’ αυτό και ο δημόσιος εξευτελισμός ή η διαπόμπευση ως μέσο τιμωρίας δύσκολα αποδίδουν. Είναι αναχρονιστικοί τρόποι, ξεπερασμένοι από την κοινωνία που περισσότερο εκθέτουν εκείνον που την επιβάλλει, υπογραμμίζοντας την αδυναμία του και όχι τη δύναμή του.
Οι παίκτες του Παναθηναϊκού τιμωρήθηκαν για το κακό (διπλό) παιχνίδι τους με τη Φενερμπαχτσέ με τρόπο που, όπως αποδείχθηκε, έκανε κακό πρώτα στην ομάδα και μετά στις μονάδες. Μάλλον ήταν μια τιμωρία θυμού και έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή αντίδρασης, από αυτές που όταν οι γονείς τις επιβάλλουν στα παιδιά τους, μετά μετανιώνουν. Οχι που τα τιμώρησαν. Αλλά που το έκαναν με λάθος τρόπο.