Είναι θέμα στο οποίο δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκλισης. Και η «Μοντ» περιγράφει αυτό το χάσμα μέσα από διάφορα δίπολα: φεντεραλισμός εναντίον εθνικής κυριαρχίας, αλληλεγγύη εναντίον ο καθένας για τον εαυτό του, φιλευρωπαϊσμός εναντίον ευρωσκεπτικισμού. Ο Εμανουέλ Μακρόν και η Μαρίν Λεπέν, οι δύο υποψήφιοι που θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, ενσαρκώνουν κατ’ εξοχήν αυτό το χάσμα. Οπως παρατηρεί η γαλλική εφημερίδα, ενόψει της αναμέτρησης της 7ης Μαΐου προσφέρουν δύο ασύμβατα μεταξύ τους σχέδια σε σχέση με το ευρώ και την Ευρώπη.
Το θέμα είναι, φυσικά, ψηλά στην προεκλογική ατζέντα. Και υπάρχει λόγος: δεκαπέντε χρόνια από τότε που μπήκε στη ζωή των Γάλλων το κοινό νόμισμα «δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά». Οπως λέει μάλιστα ο οικονομολόγος Αλμπέρτο Μπανιέ, «το ευρώ δεν έφερε την ευημερία που είχε υποσχεθεί το 2002 στα μέλη της ευρωζώνης». Από την άλλη, ωστόσο, η συνάδελφός του Μαρί Ανίκ Μπαρτ επισημαίνει ότι «συχνά του αποδίδουμε προβλήματα για το οποίο δεν έχει την ευθύνη». Σε ποιον όμως πρέπει να αποδοθεί η ευθύνη για τις πληγές στον παραγωγικό ιστό της Γαλλίας ή για τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα; Στα ίδια τα κράτη και στις εθνικές τους πολιτικές; Ή στο κοινό νόμισμα; Ή ακόμη στους εμπνευστές του, που δεν συνόδευσαν τη δημιουργία του από κανόνες και κατάλληλους μηχανισμούς αλληλεγγύης;
Στην πολιτική αντιπαράθεση, οι απαντήσεις δίνονται με κάθετο τρόπο. «Οι Γάλλοι βίωσαν εκτόξευση των τιμών όταν περάσαμε από το φράγκο στο ευρώ» δήλωσε προχθές στη δημόσια τηλεόραση η υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, επικαλούμενη τα «αδιάψευστα στοιχεία» της γαλλικής στατιστικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με την ίδια, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «Ευρωπαία», στο κοινό νόμισμα οφείλεται και η παρακμή της γαλλικής βιομηχανίας αφού το σκληρό ευρώ οδήγησε πολλές γαλλικές επιχειρήσεις εκτός γαλλικών συνόρων. «Φαίνεται να ξεχνά όμως ότι η μείωση της επιρροής του made in France στην παγκόσμια αγορά οφείλεται και στην υστέρηση των τελευταίων χρόνων στο πεδίο της καινοτομίας» παρατηρεί η «Μοντ».
Στον αντίποδα, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι η Ευρώπη κάνει τη χώρα του «πιο μεγάλη και πιο δυνατή». Το ευρώ, επισημαίνει, προστάτευσε τη γαλλική οικονομία από τις αναταράξεις της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως από το 2005 και μετά αναπτύχθηκε ένα αίσθημα αποξένωσης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, φαίνεται να υποτιμά το εύρος του χάσματος ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τους συμπολίτες του.
Και η λύση; Οπως είναι φυσικό, είναι δύο διαφορετικές λύσεις. Ο Μακρόν είναι πεπεισμένος ότι η Γαλλία θα βγει ενισχυμένη στο περιβάλλον μιας ομοσπονδιοποιημένης ευρωζώνης, η οποία θα διαθέτει κοινό προϋπολογισμό και υπερυπουργό Οικονομικών. Διαβεβαιώνει επίσης ότι στο ίδιο περιβάλλον θα ενισχυθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, χάρη στο κοινό ασφαλιστικό σύστημα και τη θέσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, και υπόσχεται ότι θα προωθήσει ένα Buy European Act για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Παράλληλα, όμως, πιστεύει ότι το δημόσιο έλλειμμα πρέπει να μείνει κάτω από το 3%, όπως επιβάλλει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας.
Πολλές από τις προτάσεις της Λεπέν, πάλι, είναι ασύμβατες με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Κι επειδή το ξέρει, προτείνει μια διαπραγμάτευση έξι μηνών με τις Βρυξέλλες προκειμένου να φέρει τη σχέση στα μέτρα της. Σε διαφορετική περίπτωση, θα προτείνει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ερώτημα της παραμονής ή μη της Γαλλίας στην ΕΕ. Το χάσμα είναι πραγματικά τεράστιο.