Η εκπαιδευτική κρίση προηγήθηκε της γενικότερης κρίσης που ζούμε και παροξύνθηκε ή και απέκτησε νέες διαστάσεις τα χρόνια των Μνημονίων με τις πρωτοφανείς περικοπές, την τιμωρητική «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών, την υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου με πρόσχημα την υποστήριξη στα σχολεία της «αριστείας» των ελίτ. Και όλα αυτά με τη γιγάντωση του πελατειακού κράτους που διαχρονικά υπήρξε η οργανώτρια ιδέα των διάφορων μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων. Γι’ αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα εμφανίζεται μπλοκαρισμένο από τις παραμονές της κρίσης μέχρι το 2014. Aυτό το στοιχείο ανέδειξε η τεκμηριωμένη έκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ που αξιολογεί τα στοιχεία της περιόδου 2001-2014, δηλαδή πριν από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύουμε, βάσιμα, ότι οι επόμενες έρευνες θα αναδείξουν τη σημασία σειράς μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε και συνεχίζει η κυβέρνησή μας.

Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι με ποιο σχολείο θα φτάσουμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη με αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, χωρίς να υποτάσσουμε τις μορφωτικές προτεραιότητες σε έναν επιθετικό οικονομισμό που προκρίνει το σχολείο-επιχείρηση, αλλά και χωρίς να αναπαράγουμε έναν ξέπνοο ακαδημαϊσμό που ξεκόβει εντελώς τη μόρφωση από την πράξη.

Η αναγκαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προϋποθέτει ένα παιδαγωγικό πλαίσιο αναφοράς στόχων και πρακτικών που θα προσαρμόζονται σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης και δεν θα συρρικνώνεται στο ζήτημα του τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε την πεπατημένη των εισαγωγικών και ξεκινήσαμε από τα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά, τα γυμνάσια, ενώ σχεδιάζουμε το νέο λύκειο. Επίσης, αναπτύσσουμε τις δομές της μη τυπικής εκπαίδευσης, την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν εκχωρήσει στον ιδιωτικό τομέα. Ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε την εξαιρετική παρέμβαση στην εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, την αλλαγή του νόμου για την ιδιωτική εκπαίδευση, την αναμόρφωση του προγράμματος σειράς μαθημάτων και των Θρησκευτικών και την προώθηση πολλών καινοτομιών, όπως η θεματική εβδομάδα και η ενδυνάμωση του τομέα της ψηφιακής εκπαίδευσης.

ΕΠΤΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ

1. Ριζική αλλαγή της Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, ώστε να αποκτήσει μορφωτική αξία, επαγγελματική ωφελιμότητα και κοινωνική αναγνώριση. Να αποτελεί επιλογή των μαθητών και των μαθητριών και όχι προϊόν σκληρής ταξικής επιλογής. Από φέτος αναδιαρθρώσαμε τα ωρολόγια προγράμματα των τριών τάξεων των ΕΠΑΛ, ενώ άρχισε ήδη να λειτουργεί το Μεταλυκειακό Ετος – Τάξη Μαθητείας, με εργαστηριακά μαθήματα ειδικότητας στο σχολείο και μαθητεία σε χώρους εργασίας. Τέλος, οφείλουμε να ενισχύσουμε και να διαφοροποιήσουμε τη διέξοδο των αποφοίτων των ΕΠΑΛ προς την Τεχνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, π.χ. με την καθιέρωση ενός δίχρονου κύκλου σπουδών στα ΤΕΙ που στο τέλος του θα χορηγείται πιστοποιητικό επάρκειας για συγκεκριμένα επαγγέλματα τα οποία είναι αναγκαία στην αγορά.

2. Η δυνητική καθιέρωση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής. Πρόκειται για έναν θεσμό που η καθιέρωσή του ανάγεται στο 1983, αλλά παρά τον πακτωλό χρημάτων που ξοδεύτηκαν από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού στην εκπαίδευση παραμένει μια αδικημένη βαθμίδα. Οχι μόνο χωρίς κτιριακή υποδομή, αλλά και προσωπικό με υψηλό μέσο όρο ηλικίας.

3. Ενίσχυση της Ειδικής Αγωγής. Πέρυσι και φέτος προσελήφθη αριθμός – ρεκόρ αναπληρωτών και αναπληρωτριών. Χρειάζεται κατά προτεραιότητα ο διορισμός μόνιμου προσωπικού και βεβαίως η καθιέρωση του εκπαιδευτικού μοντέλου της συμπερίληψης με τη διαφοροποιημένη διδασκαλία.

4. Επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες που θα ολοκληρώνεται με πιστοποιητικό ύστερα από αξιολόγηση. Συναφές θέμα στο σημείο αυτό είναι και η εισαγωγική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

5. Αναμόρφωση της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης και αξιοποίηση του κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας. Ταυτοχρόνως καθιέρωση μέσα στο σχολείο του κρατικού πιστοποιητικού πληροφορικής.

6. Ενίσχυση της Διά Βίου Μάθησης και Κατάρτισης για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ΝΕΕΤs (Νο Employment, Education, Training), δηλαδή των νέων που δεν έχουν εργασία, δεν σπουδάζουν και δεν καταρτίζονται επαγγελματικά. Δυστυχώς, σύμφωνα με τη έκθεση του ΟΟΣΑ «Society in a glance 2016», η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό ΝΕΕΤs στις χώρες του ΟΟΣΑ μετά την Τουρκία και την Ιταλία και το υψηλότερο ποσοστό ΝΕΕΤs που κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους. Το κόστος αυτών των παιδιών για την ελληνική οικονομία αποτιμάται στο 2% του ΑΕΠ και είναι αρκετά μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

7. Καθιέρωση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας, ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας και της αποτελεσματικότητας των οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ, διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών με την ενίσχυση των τμημάτων εκείνων που προσφέρουν δωρεάν ΠΜΣ και με την απαλλαγή τουλάχιστον του 40% των φοιτητών από τα τέλη φοίτησης.

Ολες αυτές οι προτεραιότητες προϋποθέτουν αλλαγή νοοτροπιών καθώς και έμπρακτο ενδιαφέρον της κοινωνίας και των κυβερνήσεων για τη δημόσια εκπαίδευση. Στην Ελλάδα των Μνημονίων, η δημόσια εκπαίδευση άντεξε κυρίως χάρη στην προσφορά των εκπαιδευτικών, παρότι αντιμετωπίζονται συχνά με απαξιωτικό τρόπο στο πλαίσιο της γενικότερης ιδεολογικής επίθεσης εναντίον των δημόσιων αγαθών. Η αύξηση των δαπανών για την παιδεία και οι διορισμοί εκπαιδευτικών είναι αναγκαίες πολιτικές για να δημιουργηθεί μια νέα κανονικότητα στην εκπαίδευση. Προς την κατεύθυνση αυτή, συμβολικά και ουσιαστικά, υπήρξε σημαντικό επίτευγμα το άνοιγμα όλων των σχολείων στην ώρα τους τον περασμένο Σεπτέμβριο ύστερα από πολλά χρόνια. Μια επιτυχία που εκτιμήθηκε από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα και τις οικογένειες και έβαλε τέλος στον μύθο περί διαχειριστικής ανεπάρκειας της Αριστεράς. Η περσινή επιτυχία είναι βέβαιο ότι θα επαναληφθεί και φέτος χάρη στην κινητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας και όλου του υπηρεσιακού μηχανισμού του υπουργείου Παιδείας.

Συμπερασματικά και με δεδομένη την επίθεση που δέχεται το δημόσιο σχολείο από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού που απεχθάνονται το δημόσιο σχολείο της νεωτερικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ δύσκολες συνθήκες αναδεικνύεται ως η κατεξοχήν δύναμη υπεράσπισης και αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Και αυτό σίγουρα καταγράφεται στα πιο θετικά στοιχεία της διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά.

O Nίκος Φίλης είναι βουλευτής Α’ Αθήνας και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, τέως υπουργός Παιδείας.