Στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη ο Πρωθυπουργός ρωτήθηκε για το πώς η κυβέρνησή του κατάφερε να πιάσει ένα τόσο μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα και η απάντηση που έδωσε ήταν ότι το πέτυχε «σκουπίζοντας» τη ρεμούλα, τη μίζα, τη διαπλοκή, το λαθρεμπόριο και την παραοικονομία. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα – και μπορεί και να είναι, αλλά να μην το έχουμε πάρει είδηση. Στην πραγματικότητα υπήρξε όντως ένα «σκούπισμα» στην παραοικονομία, αυτό όμως προήλθε από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πληρωμών που επιβλήθηκαν λόγω των capital controls και την αδυναμία πληρωμής με μετρητά, που επιτέλους αύξησαν τα έσοδα του κράτους κι ανάγκασαν μερικούς συμπολίτες μας να πληρώσουν φόρους που τόσο επιμελώς κι επιτυχώς απέφευγαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό ήταν ίσως και το μοναδικό παράπλευρο κέρδος από την περήφανη διαπραγμάτευση του 2015 που βύθισε την οικονομία στην ύφεση, φόρτωσε την Ελλάδα με ένα τρίτο Μνημόνιο και καθυστέρησε δραματικά την επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οπως πάντως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, το πλεόνασμα ύψους 4,1% δεν προήλθε από όσα πιστεύουν οι κυβερνητικοί αλλά από τις παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (τη μείωση δηλαδή των συντάξεων αλλά και τη δραματική αύξηση των εισφορών) και βέβαια την αύξηση των εσόδων του κράτους (που προήλθε από την υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας). Αυτό βέβαια δεν μπορεί να αποτελεί βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης για μια οικονομία που παραμένει στάσιμη κι απλά υπερφορολογεί αυτούς που ακόμη έχουν χρήματα για φόρους ή απλά δεν μπορούν να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους. Κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και η δική τους φοροδοτική ικανότητα και το σύστημα θα καταρρεύσει. Κι αν ο Πρωθυπουργός πιστεύει ότι η φορολογία στους έλληνες πολίτες ήταν ίδια πριν αναλάβει ο ίδιος και η κυβέρνησή του, ας τον ενημερώσει κάποιος ότι την τελευταία διετία έχουν έρθει στη Βουλή εκατοντάδες φορολογικές διατάξεις που έχουν επιβαρύνει υπέρμετρα τη μεσαία τάξη σε έμμεσους και άμεσους φόρους, ενώ την ίδια στιγμή το σκέλος των δαπανών του Δημοσίου παραμένει ανέπαφο.

Με την επίτευξη ενός μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος η κυβέρνηση μπορεί να κέρδισε πόντους αξιοπιστίας στο εξωτερικό, ενόψει μάλιστα και της πρόθεσής της να βγει σταδιακά στις αγορές, αυτό όμως δεν αντισταθμίζει το κόστος που προκαλούν στην οικονομία η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης και η υπερφορολόγηση. Γιατί το πλεόνασμα είναι ο ένας στόχος, ο άλλος είναι η επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης ώστε η χώρα να καταφέρει να  διατηρεί θετικό δημοσιονομικό ισοζύγιο. Και το μείγμα πολιτικής που έχει επιλέξει το οικονομικό επιτελείο υπονομεύει την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων λόγω του υφεσιακού τους χαρακτήρα. Μόνο η μείωση της φορολογίας, η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και η αύξηση των εισαγωγών και των επενδύσεων θα τοποθετήσουν την οικονομία στις ράγες μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας και θα επαναφέρουν και τη χώρα στην κανονικότητα. Κι ας το αποδίδει μετά ο Πρωθυπουργός όπου θέλει. Αλλωστε, διαθέτει αποδεδειγμένα ένα εντυπωσιακό πλεόνασμα πολιτικής φαντασίας, που του επιτρέπει να διακρίνει την ευημερία στην ίδια χώρα που ο ίδιος προ διετίας έβλεπε μόνο ανθρωπιστική καταστροφή.