Οι εμβολιασμοί αποτρέπουν σε ετήσια βάση 2-3 εκατομμύρια θανάτους από διφθερίτιδα, τέτανο, κοκίτη και ιλαρά, αλλά τουλάχιστον άλλο 1,5 εκατομμύριο θάνατοι θα αποφεύγονταν εάν ήταν ικανοποιητική η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού σε όλο τον κόσμο.
Αυτό αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Εμβολιασμών (24-30 Απριλίου 2017), τονίζοντας ότι τα υπάρχοντα εμβόλια παρέχουν προστασία εναντίον 26 νοσημάτων, πολλά από τα οποία έχουν σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές.
Παρότι όμως τα εμβόλιααποτελούν το σημαντικότερο μέτρο προστασίας της δημόσιας Υγείας, πολλοί επίμονα τα αμφισβητούν, με συνέπεια να είναι ανεπαρκής η εμβολιαστική κάλυψη μικρών και μεγάλων εναντίον πολλών ασθενειών.
Στην περίπτωση του αιμόφιλου της ινφλουέντσας, λ.χ., που προκαλεί μηνιγγίτιδα και πνευμονία, η παγκόσμια κάλυψη των νηπίων με τρεις δόσεις του εμβολίου Hib υπολογίζεται σε 64%, ενώ για τον πνευμονιόκοκκο (προκαλεί πνευμονία, μηνιγγίτιδα, βακτηριαιμία, μέση ωτίτιδα, ιγμορίτιδα και βρογχίτιδα) υπολογίζεται σε 37%.
Αντίστοιχα, τρεις δόσεις από το τριπλούν εμβόλιο διφθερίτιδας – τετάνου – κοκίτη έχει κάνει μόνο το 86% των νηπίων όλου του κόσμου (ή 116 εκατομμύρια μωρά, με βάση στατιστικές του 2015), ενώ άλλα 19 εκατομμύρια παραμένουν ανεμβολίαστα.
Στο 83% εξάλλου υπολογίζεται η παγκόσμια κάλυψη με τρεις δόσεις του εμβολίου της ηπατίτιδας Β, ενώ ίδιο είναι και το ποσοστό της παγκόσμιας κάλυψης των βρεφών εναντίον του τετάνου και πολύ χαμηλότερα τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων νοσημάτων, όπως της σοβαρής διάρροιας από ροταϊό (23%), της ερυθράς (46%) κ.λπ.
Υπάρχουν επίσης πολλές περιπτώσεις παιδιών που είναι ελλιπώς εμβολιασμένα, καθώς έχουν κάνουν μία ή δύο δόσεις αλλά δεν ολοκληρώνουν το εμβολιαστικό σχήμα και δεν κάνουν τις αναμνηστικές δόσεις, πολλές από τις οποίες πρέπει να γίνουν στην προσχολική ηλικία (4-6 ετών).
Ψευδαίσθηση και ψευδείς ειδήσεις
«Το γεγονός ότιδεν βιώνουμε σήμερα τα φοβερά λοιμώδη νοσήματα από τα όποια προστατεύουν τα εμβόλια έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι δεν κινδυνεύουμε πια από αυτά. Ωστόσο αυτό είναι εντελώς λανθασμένο, διότι είναι αποδεδειγμένο πως δίχως επαρκή εμβολιασμό τα “ξεχασμένα” νοσήματα επιστρέφουν πολύ εύκολα» λέει η παιδίατρος Αννα Παρδάλη,επιμελήτρια στο νοσοκομείο Ιασώ Παίδων.
Δυστυχώς, «πολλοί ενήλικοι (σύμφωνα με πρόσφατη διεθνή έρευνα, είναι το 12% κατά μέσον όρο παγκοσμίως και το 25% στη χώρα μας) αμφισβητούν την ασφάλεια των εμβολίων, γεγονός που ο ΠΟΥ αποδίδει τόσο στην παραπάνω ψευδαίσθηση όσο και στη διασπορά μέσω Ιντερνετ αφιλτράριστων και ατεκμηρίωτων πληροφοριών για τις πιθανές παρενέργειές τους» συνεχίζει.
Οι αμφιβολίες για τα εμβόλια άρχισαν το 1998 από μια μελέτη στην οποία ένας άγγλος γαστρεντερολόγος συσχέτισε το τριπλούν εμβόλιο παρωτίτιδας – ιλαράς – ερυθράς (MMR) με τον αυτισμό.
Οπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο γιατρός που λέγεται Andrew Wakefield είχε παραποιήσει τα στοιχεία της μελέτης. Για την ενέργειά του αυτή καταδικάστηκε από την αγγλική Δικαιοσύνη και έχασε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στη Βρετανία, αλλά μετακόμισε στις ΗΠΑ όπου έχει ιδρύσει ερευνητικό κέντρο και συνεχίζει τις έρευνές του για τα εμβόλια, κατά την δρα Παρδάλη.
Η φυσική ανοσία
Ο ΠΟΥ τονίζει πως, ό,τι κι αν θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, τα εμβόλια είναι απολύτως απαραίτητα, διότι αφενός η φυσική ανοσία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη διότι ενέχει κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, αφετέρου η πιστή τήρηση των κανόνων υγιεινής είναι ανεπαρκής για να σταματήσει τα λοιμώδη νοσήματα διότι πολλά από αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την καθαριότητα.
Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες να υπάρξει σοβαρή επιπλοκή από ένα εμβόλιο είναι ένα κλάσμα του κινδύνου που διατρέχουν οι ανεμβολίαστοι άνθρωποι, αν κολλήσουν κάποιο από τα «ξεχασμένα» νοσήματα.
Η ιλαρά, λ.χ., προκαλεί μία ή περισσότερες επιπλοκές στο 30% των ασθενών που την εκδηλώνουν, κυρίως στα παιδιά κάτω των 5 ετών και τους ενήλικες άνω των 20 ετών, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ. Στις επιπλοκές αυτές συμπεριλαμβάνονται διάρροια, παροδική ηπατίτιδα, πνευμονία (αποτελεί την συχνότερη αιτία θανάτου από ιλαρά), πυώδης ωτίτιδα, οξεία εγκεφαλίτιδα κ.λπ. Όσον αφορά τους θανάτους, στις ανεπτυγμένες χώρες ανέρχονται σε 1-2 ανά 1.000 κρούσματα ιλαράς (στις αναπτυσσόμενες η θνησιμότητα φθάνει το 25%).
Χωρίς τα εμβόλια, λοιπόν, είναι ορατός ο κίνδυνος να εξαπλωθούν και πάλι (έχουν ήδη επιστρέψει και καταγράφονται μικροεπιδημίες παγκοσμίως) νοσήματα όπως ο κοκκύτης, η ιλαρά ή ακόμα και η πολιομυελίτιδα, που κοντεύει να εκριζωθεί, τονίζει ο παγκόσμιος οργανισμός.