Μια ματιά στο βιογραφικό τής δημοσιογράφου και μεταφράστριας Αντζης Σαλταμπάση αρκεί: το Βερολίνο και η Γερμανία, η ιστορία και ο πολιτισμός τους, έπειτα από σπουδές στη γλώσσα και μεταφράσεις έργων τους, μόνο άγνωστα δεν της είναι. Κι όμως, όταν προ ετών βρέθηκε στη γερμανική πρωτεύουσα ως υπότροφος ενός δημοσιογραφικού προγράμματος, μια από τις πρώτες σκέψεις της ήταν ότι το Βερολίνο, εκτός από «ιδανική πόλη για να καταδυθείς στον εαυτό σου», διαθέτει κι ένα παρελθόν που το φοράει σαν άρωμα και είναι αδύνατον να σου διαφύγει. Ο ψυχίατρός της, ας πούμε, μένει σε μια βιλίτσα στο «πανέμορφο, καταπράσινο, πλούσιο, σκυλοβαρετό Γκρούνεβαλντ», λίγα χιλιόμετρα από τον σταθμό απ’ όπου κάποτε έφευγαν τα τρένα για το Αουσβιτς. Αυτό το παρελθόν θέλει να μυρίσει η Σαλταμπάση, να το μάθει με ένα πείσμα σχεδόν εμμονικό, γι’ αυτό και το σκαλίζει σχεδόν ασταμάτητα. Εστω κι έτσι, ένα πράγμα μόνο έχει αρνηθεί να κάνει: να επισκεφθεί ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το «Μπερλίν», ένα μείγμα ημερολογιακών καταχωρίσεων, δημοσιογραφικού αφιερώματος, μυθοπλασίας ή και δοκιμίου, μοιάζει να οφείλεται στην απόφασή της να αντιμετωπίσει «όσα είναι ικανοί να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και οι άνθρωποι εν γένει». Ώς τότε, δεν τα απέφευγε ακριβώς. Πίστευε ότι «μόνο τα θύματα μπορούν να καταλάβουν», όχι οι επισκέπτες που εξήντα χρόνια μετά κοιτάζουν με δέος τα άδεια κρεματόρια, τα άδεια ρούχα και τα ορφανά παπούτσια. «Δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάρει μέρος σε αυτή την πορνογραφία» λέει. Οταν τελικά υποχωρεί και επισκέπτεται το Ράβενσμπρικ, ένα γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης, μιάμιση ώρα από το Βερολίνο, τα συναισθήματά της δεν τη δικαιώνουν. Η μετάβαση με το πούλμαν θυμίζει χαρούμενη εκδρομή, με κατεύθυνση κάποιο αξιοθέατο. Το περιβάλλον τής είναι ανυπόφορο: «Δεν είναι δυνατόν σε αυτή τη λίμνη να πλέουν οι βαρκούλες, δεν είναι λογικό η ζωή να συνεχίζεται τόσο φυσικά, τόσο όμορφα, τόσο κανονικά» γράφει. Δεν υπάρχει, αναρωτιέται, ένας γίγαντας να πατήσει με την μπότα του το μέρος και να το σβήσει από τον χάρτη;

Η αξία της έρευνας

Αν σε όλα αυτά εφαρμόσουμε κάπως εκβιαστικά εκείνη τη θεωρία των πέντε σταδίων του πένθους, τότε η Σαλταμπάση, αντιμετωπίζοντας το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, μοιάζει καταρχήν να υιοθετεί κάτι βαθύτερο από την άρνηση. Δεν μένει ωστόσο εκεί. Μετά την επιστροφή από το Ράβενσμπρικ, σηκώνει τα μανίκια και σκαλίζει διαδικτυακά αρχεία, συζητά με ερευνήτριες, συναντιέται με συγγενείς θυμάτων. Μαθαίνει για καταναγκαστική εργασία, για μωρά που έδιναν πολλή χαρά αλλά που ζούσαν λίγο. Για ανάκτορα φιλότεχνων τραπεζιτών που «αριοποιήθηκαν» ή για εργαζόμενες που στο ατελείωτο ταξίδι τους με εκείνα τα τρένα διψούσαν τόσο, που έγλειφαν τα υγρά τζάμια. Μια μέρα αντικρίζει μια επιγραφή αφιερωμένη σε 28 εκτοπισμένους ή δολοφονημένους Εβραίους, τοποθετημένη από σημερινούς ενοίκους που έμαθαν κατά τύχη την τρομερή ιστορία του σπιτιού τους. Μια άλλη, ακούει από έναν φίλο ότι «μόνο ένας Γερμανός μπορεί να καταλάβει πώς είναι να έχεις αυτό το παρελθόν». Το πείσμα της φουντώνει. Αναζητά εντός ή εκτός της τρόπους κατανόησης του παρελθόντος, απαντήσεις για τη μνήμη και τη διαχείρισή της. Θέτει πολλά ερωτήματα. Και προκαλεί και μερικά ακόμα.

Μεταφυσική της Σοά

Οι ιστορίες λ.χ. των μελλοντικών θυμάτων που φέρνει στην επιφάνεια, ενώ αρχικά συντίθενται από εικόνες χαράς και ευτυχίας, ενώ οι πρωταγωνιστές τους ανοίγουν επιχειρήσεις, παίζουν μουσική, παίζουν με τους συμμαθητές τους, χαϊδεύουν τα μαλλιά των αγαπημένων τους ή φοράνε όμορφα μαργαριταρένια κολιέ, την ίδια ακριβώς στιγμή μοιάζουν καταδικασμένοι να οδηγηθούν στη φρίκη από ένα ανεξήγητο κακό. Προφανώς, η γνώση της κατάληξής τους ρίχνει μια όχι βαριά αλλά ασήκωτη σκιά. Η αφήγηση, ωστόσο, όσων προηγήθηκαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης ή της ανόδου του ναζισμού δεν χρειάζεται να έχει αναγκαστικά στο κέντρο της τα θύματα ως θύματα, και όχι φέρ’ ειπείν και ως πολιτικά ή ιστορικά υποκείμενα. Το θύμα ως θύμα είναι απλώς ανήμπορο. Ξυπνά μόνο συναισθήματα και όχι στοχασμό ιστορικό ή πολιτικό. Κατά τόπους είναι λες και το θύμα ελάχιστα έχει προσφέρει στην ευρωπαϊκή ιστορία και νεωτερικότητα, πέρα από την αφάνισή του. Η εβραϊκή αντίσταση στους Ναζί του Βερολίνου, όπως εκείνη της ομάδας του Χέρμπερτ Μπάουμ, μοιάζει σχεδόν αδιανόητη. Το Ολοκαύτωμα κινδυνεύει να βγει από το πεδίο της Ιστορίας και να γίνει κάτι το μεταφυσικό.

Η αξία της διερώτησης

Το «Μπερλίν» βέβαια δεν είναι φιλοσοφική διατριβή. Ακόμα και αυτή η παραδοχή το αδικεί. Η συγγραφέας του καταθέτει μια προσωπική αφήγηση, που με όλους τους περιορισμούς του είδους είναι ικανή, με γλώσσα συνειρμική αλλά και ακριβή, να θέσει σε εκατό σελίδες πλήθος στοχασμών για τη φρίκη της Γενοκτονίας των Εβραίων και για τη διαχείρισή της στη Γερμανία του 21ου αιώνα. Εχει αξία η ψύχραιμη παρατήρηση τόσο των «λίθων μνήμης» έξω από τα σπίτια όσων χάθηκαν όσο όμως και των σύγχρονων διαμαχών για την απλή μετονομασία μιας οδού ή του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος που κάνει «ζελεκτιόν», «γιατί τα παιδάκια που δεν τραβάνε δεν υπάρχει λόγος να ενοχλούν τα άλλα που τραβάνε». Ακόμα περισσότερο, η Σαλταμπάση πιστεύει αφενός ότι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για το Ολοκαύτωμα είναι ίσως να γνωρίσεις τα θύματα και τους επιζώντες και αφετέρου ότι τα ερωτήματα και η αναζήτηση του ιδανικότερου τρόπου αφήγησης μάλλον αργούν να οριστικοποιηθούν. Πιο πολύ και από το αφοριστικό «εδώ δεν υπάρχουν γιατί» που είχε πει κάποιος, ίσως αξίζει η διαρκής διερώτηση. Οπως είχε αποτυπωθεί σε έναν διάλογο που είχε η συγγραφέας με έναν γερμανό καθηγητή ιστορίας: «Γιατί έγιναν όλα αυτά;» τον είχε ρωτήσει. Κι εκείνος χαμογελώντας αποκρίθηκε: «Ολη μου τη ζωή ψάχνω αυτή την απάντηση».

Η ενοχή

«Συγγνώμη, έπρεπε να ρωτήσω»

Αν ένα οδοιπορικό στο σύγχρονο Βερολίνο μέσα από το παρελθόν του έχει αξία και ως καταγραφή της συλλογικής ενοχής των Γερμανών ή της κληρονομιάς τους, τότε στο «Μπερλίν» περιλαμβάνονται δύο περιστατικά που τη συμπυκνώνουν ιδανικά. Στο πρώτο η συγγραφέας, έπειτα από κάποιο ανώδυνο τρακάρισμα, αντιμετωπίζει έναν γερμανό αστυνομικό που ρωτάει τον συνοδηγό της για την υπηκοότητά του. Οταν εκείνος απαντάει «γερμανική», ο αστυνομικός επιμένει για τον «τόπο γέννησης» κι αφού ακούσει τη λέξη «Τουρκία», σκύβει το κεφάλι λέγοντας «συγγνώμη, έπρεπε να ρωτήσω».

Στο δεύτερο, σε ένα γεύμα μεταξύ Ελλήνων ο μόνος Γερμανός του τραπεζιού αποφασίζει να εξηγήσει με αυστηρό τρόπο στην παρέα ότι τα πιρούνια για το τυρί και το κρέας διαφέρουν. Τα χωρίζει με πυγμή και αποφασιστικότητα, μέχρι που μια κοπέλα αναφωνεί: «Γιαβόλ χερ Κομαντάντ». Εκείνος καταπίνει την προσβολή, σωπαίνει και τρώει σκυφτός. Κατόπιν στρέφεται στη συγγραφέα και της φανερώνει μια άλλη πλευρά του. «Δεν θυμάμαι» λέει σιγανά αλλά έντονα, «να έχω μάθει ποτέ τίποτα για άλλα δόγματα ή για άλλες θρησκείες στο σχολείο, τα μόνα πράγματα που μας μάθαιναν ήταν για τους Εβραίους, οι Εβραίοι, οι Εβραίοι, οι Εβραίοι, οι Εβραίοι και η καταδίωξή τους (…)».

Αντζη Σαλταμπάση

Μπερλίν

Εκδ. Πόλις 2017, σελ. 112

Τιμή 11 ευρώ