Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ρομαντισμού είναι μια «ρητορική» των παθών, οι ακραίες εξάρσεις της εκφραστικής δεινότητας και το σπάσιμο των στερεοτύπων του κλασικιστικού φορμαλισμού.
Ο Γκαίτε, ως μεγαλοφυΐα, κατόρθωσε να ξεπεράσει τις εμμονές του νέου κύματος και ισορρόπησε στην έξοχη πορεία του το πάθος με την ορθολογισμένη φόρμα και κατέληξε σε μια εξαίσια συνταγή, συγκερνώντας κλασικό σχέδιο και εκρηκτικό μείγμα.
Ο Σίλερ αποπειράθηκε και ευδοκίμησε στην πράξη να εκφράσει τη διαλεκτική αλλά και την ιστορικά διατυπωμένη σύγκρουση των αντιθέτων. Πάντα στα έργα του υπάρχουν δύο αντίθετες δυνάμεις που αντιμάχονται και προβάλλουν η καθεμία τα ιστορικά της πλεονεκτήματα, τις παραδόσεις της και τις ηθικές της αξίες.
Στους νεανικούς του «Ληστές» ένας φεουδάρχης άρχοντας έχει δύο γιους. Ο ένας εξελίσσεται σε αντιδραστικό, συντηρητικό και αυταρχικό στοιχείο, θεματοφύλακα των μεσαιωνικών αξιών, ιδεών και συμφερόντων και ο άλλος γιος γίνεται φορέας της εξέγερσης, της επανάστασης των ανθρωπιστικών ιδεών του Διαφωτισμού. Και οι δύο θύουν και απολύουν στη βία, επενδύοντας ο καθένας τη βία με τις αρχές που πρεσβεύει, ώστε να εμφανίζεται ως αναγκαία αρετή.
Είναι πολύ διαδεδομένη αυτή η σχηματοποίηση στη λογοτεχνία που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναδιπλώνει το αρχέτυπο δίδυμο Κρόνου – Διός ή Αβελ – Κάιν. Οι αδελφοί αντίπαλοι του Σίλερ ξαναεμφανίζονται στους «Αδελφούς Κορσικανούς» του Αλέξανδρου Δουμά και (απίστευτο!;) στους «Αδελφούς Γερσόφ», σοβιετικό μυθιστόρημα, όπου ο ένας είναι ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας και ο άλλος προϊόν της καπιταλιστικής ραστώνης, εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο κ.λπ.
Ακόμη και ο Μπρεχτ σχηματοποίησε αυτή τη σύγκρουση καλού και κακού στον «Κύκλο με την κιμωλία», στη διεκδίκηση ενός παιδιού από τη φυσική του μάνα (αρχόντισσα) και τη θετή του (προλετάρια)!
Απόηχοι αυτού του ιστορικού διχασμού είναι στην ελληνική δραματουργία και η «Ερωφίλη» του Χορτάτζη, και ο «Βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεσι, και η «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, και «Ο δρόμος περνάει από μέσα» του Καμπανέλλη.
Για να επανέλθουμε στον Σίλερ. Ολα του τα γνωστά έργα επαναλαμβάνουν αυτή τη θεμελιώδη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ιστορικά δυναμικά φορτισμένα κινήματα. Τη συντήρηση και την πρόοδο, τον αυταρχισμό και τη δημοκρατία, τον δογματισμό και την ελευθεριότητα, τη σεμνοτυφία και την τόλμη.
Στην «Παρθένα της Ορλεάνης», τη σύγκρουση ανάμεσα στην παπική δογματική και τη λαϊκή ευσέβεια, τη θρησκεία ως κρατικό μόρφωμα και ως ατομικό αγώνισμα, προσωπική λύτρωση. Ο Σίλερ αντιπαραθέτει δύο θεμελιώδη αξιώματα σωτηρίας.
Στη «Λουίζα Μίλερ – Ερωτας και ραδιουργία» συγκρούονται η ηθική της αριστοκρατίας, της μοναρχικής εξουσίας και της ταξικής αλαζονείας με τη λαϊκή αυθορμησία αλλά και τη δυναμική της τρίτης τάξης που ανέρχεται στο πεδίο της Ιστορίας δριμεία. Αλλά ανάμεσά τους αναδύεται μια ανθρώπινη ομάδα που προέρχεται από την παλαιά τάξη και ενστερνίζεται τις νέες προοδευτικές ιδέες. Αυτό το εντοπίζουμε και στον «Βασιλικό» του Μάτεσι. Είναι τα κατάλοιπα της πεφωτισμένης δεσποτείας αλλά και τα ιδεώδη της «Εγκυκλοπαίδειας».
Στη «Μαρία Στιούαρτ» ο Σίλερ μετατοπίζει το πρόβλημα στις ιδιοσυγκρασίες, σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης θα ονόμαζε ήθος και διάνοια, όπου η διάνοια, οι ιδέες, οι απόψεις, η μόρφωση κάποιου προσδιορίζονται και χρωματίζονται από τα κληρονομημένα και επίκτητα στοιχεία της συγκρότησης του χαρακτήρα του.
Στο αριστούργημά του καταπιάνεται με δύο ιστορικά πρόσωπα και μάλιστα γυναίκες και δη βασίλισσες. Αλήθεια, δεν είναι εξεταστέο, άκρως ενδιαφέρον θέμα να εξετάσει κανείς, πώς λειτουργεί η γυναικεία ψυχοσύνθεση σ’ έναν χώρο όπου αρχαιόθεν κυριαρχεί η ανδρική ισχύς, έστω κι αν ασκείται από γυναίκα; Η Ιστορία είναι γεμάτη από γυναίκες που κυβέρνησαν λαούς, από την Αίγυπτο των φαραώ έως την Αίγυπτο των Πτολεμαίων και έως τις μέρες μας. Πριν σκάσει μάτι όποιο φεμινιστικό μανιφέστο, ασιάτισσες βασίλισσες κυβέρνησαν με ανδρική πυγμή.
Και στην Ευρώπη των Ρωμαίων, των Γάλλων και των Ρώσων, των Ισπανών και των Σκανδιναβών, ο Σίλερ φέρνει στη σκηνή αντίπαλες μέχρι θανάτου δύο βασίλισσες, την Ελισάβετ της Αγγλίας και τη Μαρία της Σκωτίας, με τελείως διαφορετικά ήθη και τελείως διαφορετικές διάνοιες, άρα και αξίες. Και μέσα από την ανελέητη πάλη εξόντωσης καταγράφει εξουσιαστικές δομές εξουσίας, συνωμοσίες, ίντριγκες, υπονομεύσεις, πάθη και φιλοδοξίες, προδοσίες και μέχρι θανάτου αφοσίωση σε ιδεώδη ή ιδεολογήματα.
Φυλακισμένη της Ελισάβετ στο Λονδίνο η επικίνδυνη για την εξουσία της (αφού διεκδικεί δικαιώματα στον θρόνο) Μαρία Στιούαρτ, μια φιλόδοξη γυναίκα, άκρως ερωτική, σχεδόν μέλισσα που εξοντώνει τους «κηφήνες» με επαφές ύποπτες με την εχθρική Γαλλία. Απέναντί της η ψυχρή, υπολογιστική, «ανέραστη» νόθα κόρη του Ερρίκου Η’, κόρη της ερωτικής Αννας Μπολέιν, κοινής θνητής που κέρδισε έναν βασιλιά και πλήρωσε με το κεφάλι της στην γκιλοτίνα. Τι εποχή!
Οταν δύο γυναίκες ασκούν εξουσία, οι ενέργειές τους και οι αντιδράσεις τους, όταν θιγούν τα συμφέροντά τους και κινδυνεύει η ισχύς τους, είναι πιο βίαιες αλλά και πιο συστηματικά ύπουλες από κάθε άντρα ηγεμόνα. Ισως γιατί θέλουν να διαψεύσουν την κοινόχρηστη αντίληψη που θέλει το θήλυ ασθενές.
Ο Σίλερ, χωρίς να προδώσει τα ιστορικά δεδομένα της αντιπαράθεσης των δύο βασιλισσών, αυθαιρετεί όταν δραματουργικά συμπληρώνει ένα «λάθος» της Ιστορίας. Ενώ στη ζωή ποτέ οι δύο αντίπαλες δεν συναντήθηκαν, ο ποιητής εφευρίσκει μια από τις πιο, δραματικά και λογοτεχνικά, συγκλονιστικότερες μονομαχίες σκηνικά.
Η ελληνική σκηνή έχει χαρεί σπουδαία υποκριτικά ντουέτα σ’ αυτή την καίρια δραματική σύγκρουση: Κοτοπούλη – Κυβέλη, Αρώνη – Μανωλίδου, Αγγελίδου – Βαλάκου, Σκούντζου – Τασοπούλου, Αρβανίτη – Πιττακή, Μπεμπεδέλη – Γαϊτανοπούλου.
Ο γνωστός σαιξπηρισμός του Σίλερ (αφού, κατά τον Γκαίτε, ο Σαίξπηρ πεπαίδευκε το γερμανικό θέατρο) κράτησε τα αβυσσαλέα πάθη στον ελεγχόμενο χώρο του μέτρου, έτσι τα θυελλώδη και ορμητικά ένστικτα εγκλωβίστηκαν σε μια λελογισμένη φόρμα στα όρια του κλασικού. Είναι παρήγορο που τα κλασικά αυτά αριστουργήματα βρίσκουν καταφύγιο σε ταμένα περιφερειακά θέατρα όπως το Διάχρονο Θέατρο της Μαίρης Βιδάλη. Αυτή η τολμηρή κυνηγός ποιοτικού ρεπερτορίου στην απομονωμένη γειτονιά του Νέου Κόσμου, όπου έχει στήσει το υπόγειο στρατηγείο της, έχει ανεβάσει Τσέχοφ, Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Ουάιλντ, Αλεξ. Δουμά και τώρα Σίλερ, όταν νεότεροι παίζουν «Αμλετ» για δύο και τραγωδίες ως φάρσα, εκεί στη γειτονιά ο λόγος των ποιητών κυριαρχεί και η παραγωγή σέβεται την εποχή και τη βούληση του ποιητή.
Με καινούργια μετάφραση (Κωνσταντίνου Κυριακού), κοστούμια εποχής και σκηνικά Χάρη Σεπεντζή, μουσική Γιώργου Βούκανου, σοφούς φωτισμούς Γιώργου Δανεσή, δώδεκα ηθοποιοί υπηρετούν με μέτρο, σεβασμό και σεμνότητα τον Σίλερ χάρη στη σεμνή σκηνοθεσία του Κυριακού.
Η Μαίρη Βιδάλη (Μαρία) και η Λουκία Παπαδάκη (Ελισάβετ) σχεδιάζουν με αδρές γραμμές και ελεγχόμενο πάθος τις δύο μοιραίες αντίπαλες βασίλισσες. Δίπλα τους ο Στ. Γεράνης (Λέστερ), ο Ν. Χαλδαιάκης (Μπέρλι), ο Κ. Τσιομίδης (Ντέιβισον), ο Ν. Γιάννακας (Πόλετ), ο Βύρων Σεραϊδάρης (Μπέλβιλ), η Λαμπρινή Λίβα (Κένεντι), η Δημ. Κωνσταντίνου (Κερλ), ο Κώστας Νιάρχος, ο Τίμος Τζάννες και ιδιαιτέρως ο ταλαντούχος νέος με σπουδαία εφόδια Λευτέρης Δημηρόπουλος (Μόρτιμερ) προσφέρουν ένα ευπρεπέστατο θεατρικό δρώμενο την ώρα που κάποιοι άλλοι αλλού νοθεύουν τον Τσέχοφ βάζοντας δίπλα στον «Γλάρο» τον Γκούφι.