Απρίλιος 1949. Η Μέλπω Αξιώτη, αυτοεξόριστη στη Γαλλία από το 1947, συμμετέχει ως αντιπρόσωπος της Δημοκρατικής Ελλάδας στο Παγκόσμιο Συνέδριο των Οπαδών της Ειρήνης και καταχειροκροτείται από τους συνέδρους, τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της διανόησης, της επιστήμης και της τέχνης. Οπως γράφει σε επιστολή του ο Στρατής Τσίρκας, ο Πάμπλο Νερούδα, καθισμένος πλάι της στο τραπέζι των επισήμων –μαζί με τον Πικάσο, τον Αραγκόν, τον Ερενμπουργκ και τη Ζέγκερς, τον Αμάντο και τον Ζολιό – Κιουρί μεταξύ άλλων πολλών, της παίρνει με το ζόρι από τα χέρια ένα χαλασμένο αντίτυπο του 20ού αιώνα που έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και έχει γίνει δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική. Ο κόσμος συρρέει για ένα αυτόγραφό της στο μυθιστόρημά της (η ομιλία της Αξιώτη στο βίντεο του συνεδρίου, http: //www.cinearchives.org/recherche-avancee-424-157-0-0printv. html). Την ίδια περίοδο έχει ολοκληρώσει το πρώτο –και τελευταίο- γαλλικό της μυθιστόρημα που θα εκδοθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία εξήντα πέντε χρόνια μετά.

Σεπτέμβριος 1950. Η Αξιώτη προωθείται μαζί με πολλούς άλλους κομμουνιστές διαφόρων εθνικοτήτων στην Ανατολική Γερμανία. Τον Νοέμβριο του 1950 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου θα μείνει ώς τα τέλη του 1952.

Ιούνιος 1951. Ο Ναζίμ Χικμέτ, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Τουρκίας και του κόσμου, επιτέλους ελεύθερος ύστερα από πολλά χρόνια εγκλεισμού στις τουρκικές φυλακές, φεύγει κρυφά από τη χώρα του τον Ιούνιο του 1951 για τη Μόσχα. Αμέσως του αφαιρείται η τουρκική υπηκοότητα.

1951, Πάρκο Τρεπτάουερ, Βερολίνο. Οι δύο εξόριστοι, ο Χικμέτ και η Αξιώτη, μπροστά στο μνημείο για τους πεσόντες του Κόκκινου Στρατού στη μάχη του Βερολίνου. Μια φωτογραφία, πλάι σε πολλές άλλες, που αποτυπώνει τον διχασμό και τον σπαραγμό του 20ού αιώνα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μια φωτογραφία που, ως προσωπογραφία και μαρτυρία μιας εποχής, προκαλεί σίγουρα σε πολύ κόσμο εκείνη τη συγκίνηση που περνά μέσα από την πολιτική και την ηθική παιδεία, το μέσο αίσθημα, το studium όπως λέει ο Ρολάν Μπαρτ στον «Φωτεινό θάλαμο». Δύο μεγάλοι συγγραφείς, ξεριζωμένοι, πλάνητες σε έναν κόσμο, αυτόν του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν είδαν το τέλος του: ο Χικμέτ πέθανε το 1963, η Αξιώτη το 1973, ο ένας μακριά από τον τόπο του, η άλλη έχοντας επιστρέψει σε έναν τόπο που δεν ήταν πια δικός της. Κουκουλωμένοι κι οι δυο μες στα παλτά τους, «ταξιδιώτες εξόριστοι στους φιλικούς τόπους των λαϊκών δημοκρατιών», για να παραλλάξουμε τη φράση με την οποία η Αξιώτη περιέγραφε τον εαυτό της. Να περιμένουν να συναντήσουν πια τους φίλους τους «στα μεγάλα σταυροδρόμια της Ευρώπης», όπως έγραφε η Αξιώτη στον Αραγκόν, αποχαιρετώντας τον μετά την απέλασή της. Και να μην τους συναντούν συχνά, ούτε αυτούς ούτε τους άλλους από τις χώρες τους, ξεκομμένοι από τον ήλιο και τη γλώσσα της πατρίδας, μόνοι ανάμεσα στους πολλούς συντρόφους τους.

Η φωτογραφία πλησιάζει περισσότερο το θέατρο, λέει ο Μπαρτ, παρά τη ζωγραφική, κι αυτό το κάνει παραδόξως μέσα από τον θάνατο: είναι η «εξεικόνιση της ακίνητης και φτιασιδωμένης όψης κάτω από την οποία βλέπουμε τους νεκρούς». Αυτός ο θάνατος, όμως, στην παρούσα φωτογραφία είναι πολλαπλός κι είναι αυτός που δημιουργεί, πέρα από το studium, το punctum, το νύγμα, αυτό που σε μια φωτογραφία μάς κεντά και μάς πονάει. Αυτό που μας θυμίζει εδώ πόσο η ίδια αυτή η επανάσταση που τόσο πιστά υπηρέτησε την πόνεσε πολύ την Αξιώτη, καθώς την εξόρισε για πολλά χρόνια διπλά, από την πατρίδα κι από τον λόγο, τη γραφή της.

Το 1951, η Αξιώτη έχει αφήσει πίσω της ένα μυθιστόρημα γραμμένο στα γαλλικά, το «Ρεπιμπλίκ – Βαστίλλη», μια προσπάθεια να γράψει στην οικεία και αγαπημένη γι’ αυτή γαλλική γλώσσα, να ζήσει στη Γαλλία και να μπει στον κύκλο της παγκόσμιας λογοτεχνίας –ας σημειώσουμε εν παρόδω και την ιδιαίτερη σχέση του Χικμέτ με τη Γαλλία επίσης. Στα πρώτα αυτά χρόνια της Γερμανίας διατηρεί τη σύνδεση με τα γαλλικά μεταφράζοντας προς και από τα γαλλικά. Παίρνοντας σκηνές και ιδέες από το γαλλικό βιβλίο της, αυτές που λιγότερο θα ενοχλήσουν την κομματική ορθοδοξία στην οποία είναι πλέον ολοκληρωτικά υπόλογη, γράφει τα διηγήματα της συλλογής «Σύντροφοι καλημέρα!». Ακόμη κι έτσι θα δεχτεί σφοδρή κριτική από μια μαρξιστική σκοπιά που παραγνωρίζει, όπως και η ίδια με παράπονο θα πει, την ελευθερία του καλλιτέχνη. Μετά θα σταματήσει να γράφει, θα συνεχίσει να μεταφράζει μόνο, ώς το τέλος της δεκαετίας του 1960, οπότε –από την ελπίδα του επαναπατρισμού; –θα ξεπηδήσουν ορμητικά τα ποιήματα και τα πεζά που θα την επανασυνδέσουν με το γαλλικό μυθιστόρημα και, πίσω, με τα έργα της νεότητάς της «Κοντραμπάντο», «Θαλασσινά», «Το σπίτι μου», «Κάδμω».

Εδώ λοιπόν έγκειται το «συμβάν» και το νύγμα της φωτογραφίας. Μας κεντάει και μας πονάει ότι ξέρουμε πως η Αξιώτη βιώνει ήδη με ένταση τις αντιφάσεις της, παραμένει προσηλωμένη στην ιδεολογία της και προσπαθεί να κερδίσει την ελευθερία της στη γραφή· ότι ξέρουμε επίσης όσα εκείνη ίσως ακόμη δεν γνωρίζει επακριβώς, την ερημιά και τη μοναξιά που την περιμένει, την απελπισμένη ανάγκη της για τον ήλιο και τις λέξεις της πατρίδας, τη σιωπή που την παραμονεύει και θα κρατήσει τόσο πολύ, έως ότου ο λόγος της αναβλύσει και πάλι πηγαίος, σαν απελπισμένη πράξη επανασύνδεσης με τη ζωή την ίδια, που όμως κυλάει πια σαν την άμμο μέσα από τα χέρια της σε μια πατρίδα άλλη από αυτή που άφησε όταν έφυγε. Το συμβάν της συγκεκριμένης φωτογραφίας προκύπτει λοιπόν από την πίκρα: το χαμόγελο μιας γυναίκας που θα γίνει δάκρυ πίσω από το πείσμα· και το δικό μας ερώτημα για τον τρόπο και τη θέση αυτής της δύσκολης μνήμης στη σημερινή, δική μας σχέση με το φουρτουνιασμένο παρόν και το άδηλο μέλλον. Το έργο της Αξιώτη κρύβει σίγουρα πολλές απαντήσεις.