Οταν τον περασμένο Νοέμβριο μαινόταν η διαμάχη για την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Μπομπ Ντίλαν, το αναγνωστικό κοινό ξαναήρθε σε επαφή με το όνομα του γεννημένου το 1938 κενυάτη συγγραφέα Νγκούγκι γουά Θιόνγκο, ως μια ακόμη απόδειξη «αδικίας». Το όνομα του Νγκούνγκι είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν, κυρίως σε καιρούς που η Σουηδική Ακαδημία έκανε ανοίγματα προς πολιτικά ορθές κατευθύνσεις –τον Τρίτο Κόσμο, τις γυναίκες, τις μειονοτικές ομάδες, τους εξορίστους κ.λπ. Η αλήθεια είναι ότι φαντάζει ως ένας επιδέξιος συγγραφέας, βαθιά πολιτικοποιημένος και γνώστης των δυτικών συγγραφικών παραδόσεων, που κατάφερε να συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου της μετααποικιακής Μαύρης Ηπείρου δίπλα στον γνωστό μας Τσινούα Ατσέμπε, τον Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ, τον Γουόλε Σογίνκα (Βραβείο Νομπέλ 1986) και μερικούς άλλους, άγνωστους στην Ελλάδα συγγραφείς. Οταν πρωτοβγήκε το παρόν βιβλίο στα 1978 βρισκόμουν στην Κένυα επισκεπτόμενος τα εθνικά πάρκα της χώρας, και μέρος των εκεί εμπειριών αποτυπώθηκε στο πρώτο μου βιβλίο Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς. Εζησα λοιπόν τον αναβρασμό που δημιούργησε το Πέταλα από αίμα και η φυλάκιση του Νγκούγκι από την κυβέρνηση του Γιόμο Κενιάτα. Δεν κατάφερα τότε να ολοκληρώσω το βιβλίο, λόγω άλλων προτεραιοτήτων. Κακώς ίσως, γιατί θα εμπλούτιζα τις γνώσεις μου για τις επιπτώσεις της αποαποικιοποίησης, την έναρξη των περίφημων «αναπτυξιακών δεκαετιών στον Τρίτο Κόσμο», και κυρίως για την απομυθοποίηση των πρώην εξεγερμένων του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που είχαν ήδη εξελιχθεί σε τυράννους /δυνάστες –χειρότερους, κατά τον συγγραφέα, από τα πρώην λευκά αφεντικά.
Σήμερα, το βιβλίο του Νγκούγκι μπορεί να διαβαστεί ως χρονικό εποχής, αλλά και ως αποτίμηση της ιστορίας των ιδεών. Η Κένυα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1963, ταυτόχρονα σχεδόν με σειρά άλλων αποικιών στην Μαύρη Ηπειρο, εν μέρει ως συνέπεια τοπικών εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων, κυρίως όμως λόγω αδυναμίας της πληγωμένης Ευρώπης να διαχειρισθεί τις αυτοκρατορίες της μετά τις καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι ο στρατηγός Ντε Γκολ έδωσε σε μια νύχτα την ανεξαρτησία τους σε 14 (!) γαλλικές αποικίες την πρωτοχρονιά του 1960 συγκροτώντας αυτοβούλως νέα κράτη που είχαν να αντιπαλέψουν τον πολυφυλετισμό τους και την αυθαίρετη χάραξη συνόρων. Ρίξτε μια ματιά στον χάρτη της Αφρικής και θα δείτε ότι τα σύνορα είναι κατά κανόνα ατέρμονες ευθείες που καταργούν κάθε ανθρωπογεωγραφική φυσική ενότητα. Συχνά, καμιά εκατοντάδα και βάλε φυλές, με διαφορετικά ήθη, πεποιθήσεις, θρησκείες, «τρόπο παραγωγής» και κυρίως γλώσσα, όφειλαν να στριμωχτούν κάτω από την ίδια εθνική σημαία, να εκλέξουν από κοινού τους εκπροσώπους τους, και να συνεννοηθούν στο μοναδικό κοινό ιδίωμα, δηλαδή τα αγγλικά, τα πορτογαλικά ή τα γαλλικά. Ετσι έγινε και στην ήδη ταλαιπωρημένη από το χιλιετές αραβικό δουλεμπόριο Κένυα, μια από τις πλέον προσφιλείς στους λευκούς αποικίες, τη λεγομένη «χώρα των καλών αγρίων» (των Μασάι), εξίσου ελκυστική και για τη λογοτεχνία (από το Πέρα από την Αφρική της Κάρεν Μπλίξεν ώς τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο του Χέμινγουεϊ, και στα καθ’ ημάς από το Αμρε Αμούγκου του Καραγάτση ώς το Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου). Ο Νγκούγκι περιγράφει αυτήν ακριβώς την στενάχωρη διαδικασία –έναν δρόμο σπαρμένο με ασυνεννοησία, διαψευσμένες ελπίδες, εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής τάξης αυτόχθονων κυρίαρχων διψασμένων για πλούτο και άμετρη ισχύ, χωρίς τους εξισορροπητικούς μηχανισμούς των δυτικών επικυρίαρχων. Οι αφρικανικοί εμφύλιοι πόλεμοι δεν ήταν τότε μακριά, μόνο που στα χρόνια εκείνα κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την έλευσή τους, καθώς αιτία όλων των κακών θεωρούνταν ο ευρωπαίος δυνάστης και κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, ο καπιταλισμός.
Κικούγιου
Οι τέσσερις βασικοί ήρωες του βιβλίου συνδέονται λόγω της καταφυγής τους στην επινοημένη αγροκτηνοτροφική κοινότητα του Ιλμορογκ, όχι μακριά από το Ναϊρόμπι, στην περιοχή που ελέγχεται από την κυρίαρχη γεωργική φυλή των Κικούγιου (όπως και ο συγγραφέας). Η ζώνη αυτή είδε να αναπτύσσεται κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας η οικονομία των φυτειών, με αποδοτικά ευρωπαϊκά αγροκτήματα (τσάι, καφές, σισάλ) και τους ντόπιους να δουλεύουν πρωτίστως ως αγρεργάτες. Πρόκειται για τον Αμπντάλα, που έχει χάσει το πόδι του στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και τώρα βιοπορίζεται έχοντας ανοίξει ένα κατάστημα μικρομπακαλικής που εξελίσσεται σε μπαρ. Για τον Μουνίρα, απογοητευμένο από τα γήινα δάσκαλο, που αφήνει την οικογένειά του και καταφεύγει στο Ιλμορογκ με άφθονο ιδεαλισμό στις αποσκευές του, αναζητώντας τις ρίζες της φυλής του και τον λόγο του Θεού. Για τον Καρέγκα, πρώην φοιτητή, που εξελίσσεται σε συνδικαλιστή όταν πια το Ιλμορογκ εκσυγχρονίζεται λόγω της διάνοιξης του διαφρικανικού δρόμου και της εκβιομηχάνισης της περιοχής. Και για τη γοητευτική Γουαντζά, εγγονή της σεβάσμιας γερόντισσας του χωριού που επιστρέφει για να αρχίσει μια νέα ζωή μετά τις περιπλανήσεις της στον κόσμο της νύχτας ως μπαργούμαν και περιστασιακή πόρνη. Οι τέσσερις θα σχετισθούν, όπως είναι φυσικό. Οι τρεις άντρες θα ποθήσουν μέχρις εσχάτων και θα κατακτήσουν την περιστασιακή εύνοια της Γουαντζά. Θα κάνουν συνεχείς παρατεταμένες αναδρομές στο παρελθόν, όταν ακόμη πίστευαν ότι με την αποχώρηση των λευκών θα λυθούν αυτομάτως όλα τα προβλήματα –κοινωνικά και προσωπικά. Θα ανατρέξουν στις απαρχές της ιστορίας της Κένυας και του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Θα οργανώσουν μια πορεία προς την πρωτεύουσα για να διεκδικήσουν το μερτικό της παραμελημένης περιοχής τους στην ευημερία και εκεί θα αντιμετωπισθούν με άμετρη σκληρότητα από ιερωμένους, πολιτικούς, επιχειρηματίες κ.λπ. (όλοι μαύροι, σημειωτέον). Η Γουαντζά θα βιασθεί από τον πρώτο της εραστή που την είχε εγκαταλείψει με ένα μωρό στην κοιλιά. Κι έτσι, εν μέσω κοινωνικής αδικίας και συλλογικού αποπροσανατολισμού, έπειτα από αφίξεις και αναχωρήσεις θα ξαναβρεθούν όλοι μαζί στο ραγδαία αναπτυσσόμενο Ιλμορογκ.
Ξέρει την κοινωνία
Εδώ χρειάζεται μια παρένθεση. Η διαδικασία του εκσυγχρονισμού της χώρας και των λεγόμενων αναπτυξιακών δεκαετιών δίνεται στο βιβλίο μετά λόγου γνώσεως. Ο Νγκούγκι, έχοντας λάβει άριστη αγγλοσαξονική παιδεία (ιδού ένα οξύμωρο ως προς την ιδεολογική του συγκρότηση) είναι καλός γνώστης των αναγκαιοτήτων της εμπειρικής, συγγραφικής έρευνας. Είναι κοινωνός της βιβλιογραφίας της εποχής –από τον αντιαποικιοκράτη Φραντς Φανόν ώς τον νομπελίστα Ντέρεκ Γουόλκοτ, όπως επίσης και από τις «αναπτυξιακές» κατευθύνσεις σπουδών που ανθούσαν τα χρόνια εκείνα, έως και την προβληματική των σχολών της υπανάπτυξης, της θεωρίας κέντρου – περιφέρειας κ.λπ. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ξέρει (και όταν δεν ξέρει ψάχνει) την κοινωνία του, τόσο ως προς το σκέλος της παράδοσης, όσο και ως προς εκείνο του εκσυγχρονισμού: η περίφραξη των φυσικών πόρων, ο εκτοπισμός αυτόχθονων φυλών προκειμένου να οριοθετηθούν οι περίφημοι εθνικοί δρυμοί με την γνωστή μεγάλη πανίδα της χώρας, η εμπορευματοποίηση των γαιών, ο εκχρηματισμός παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων, η λειτουργία του τραπεζικού δανεισμού και η συνεπακόλουθη υπερχρέωση ή και εκποίηση των γαιών των νοικοκυριών, η άμετρη αστικοποίηση, ακόμη και η εκπόρνευση των γυναικών παρελαύνουν με γνώση και ακρίβεια.
Πολιτική ένταξη
Εκεί που τα χαλάει ο συγγραφέας είναι πρώτον τα αλλεπάλληλα, όχι ιδιαίτερα πειστικά, μακροσκελή φλασμπάκ, που είναι ριγμένα άγαρμπα στο χαρτί, έχουν πολλαπλές επαναλήψεις και αποπροσανατολίζουν την αφήγηση με ένα είδος μνημονικού λυρισμού που τραβιέται στα άκρα. Δεύτερον και κυριότερο, η προγραμματική ένταξή του στο πολιτικό μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού με τρόπο ακραία στρατευμένο και διόλου λογοτεχνικό. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κυριαρχεί στην αφήγηση, ο καπιταλισμός καταγγέλλεται με κάθε ευκαιρία, λογύδρια για την ανθρώπινη απελευθέρωση αναμειγνύονται με τη λυρική ποιητικότητα των λεγόμενων «προφορικών πολιτισμών», η πίστη στη Σοβιετική Ενωση υποφώσκει άκριτα (δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο ολοκληρώθηκε κατά τη φιλοξενία του συγγραφέα στη Γιάλτα).

Μια πυρκαγιά στο μπουρδέλο της Γουαντζά

Και η καθεαυτή αφήγηση; Αν και στενάζει υπό το βάρος του Ψυχρού Πολέμου, έχει εντούτοις φωτεινές αναλαμπές. Ηδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε για μια πυρκαγιά στο μπουρδέλο της Γουαντζά που σκότωσε τρεις από τους κακούς μαύρους του βιβλίου (εκμεταλλευτές, καπιταλιστές, βιαστές, πλούσιους και άπληστους, όλα μαζί). Ποιος διέπραξε τον φόνο; Ο θρησκόληπτος Μουνίρα, ο άτυχος της ζωής Αμπντάλα ή ο φτωχός συνδικαλιστής Καρέγκα αν όχι η ίδια γοητευτική ηρωίδα μας που έχει εξελιχθεί και η ίδια σε άπληστη επιχειρηματία, επενδύοντας στο κορμί των άλλων; Θα περάσουν εξακόσιες σελίδες συνεχών αναδρομών για να το μάθουμε, και θα ανταμειφθούμε άλλοτε μέσω αναδιφήσεων στην οικογενειακή ιστορία του καθενός, άλλοτε μέσω αναλύσεων για τη διαδοχή των τρόπων παραγωγής και άλλοτε μέσα από απόπειρες συγκρότησης μιας θεωρίας εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (και το αντίθετό της, όπως θα ‘λεγε ο ανεκδοτολόγος της παρέας).

Την ίδια περίοδο –θυμάμαι έτσι εκ του προχείρου –εγκαθιδρύθηκε το μαρξιστικό καθεστώς του Μενγκίστου στην Αιθιοπία, έφτασαν κουβανικά στρατεύματα σε ποικίλες χώρες της Αφρικής και ανετράπη ο στυγνός δικτάτορας της Ουγκάντα Αμίν Νταντά, αλλά και ο κατηγορούμενος ως πράκτορας της CIA Μομπούτου του Ζαΐρ. Δεν ξέρω πού αποδίδει σήμερα ο Νγκούγκι τα δεινά της ηπείρου –αν αντιμετωπίζει λ.χ. με την ίδια καχυποψία την ισλαμική τζιχάντ ή την κινεζική διείσδυση στην αφρικανική ήπειρο που φέρνει άφθονη ανάπτυξη αλλά εξίσου άφθονη κοινωνική ανισορροπία. Να τα αποδίδει μήπως στην παγκοσμιοποίηση ή ίσως στη χρεοκοπία του σοβιετικού πειράματος; Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι η μεγαλόψυχη, ενοχική και λάτρις των τριτοκοσμικών ακτιβιστών Δύση τον δέχθηκε προ πολλού στις αγκάλες της. Σήμερα είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ όπου διδάσκει σε αμερικανικά πανεπιστήμια, μη έχοντας εγκαταλείψει μάλιστα τις ελπίδες του για ένα μαύρο Νομπέλ.

Ποιος είναι

Εξέχων εκπρόσωπος των αφρικανικών γραμμάτων

Ο 79χρονος Νγκούγκι γουά Θιόνγκο είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος, εξέχων εκπρόσωπος των αφρικανικών γραμμάτων με εκτεταμένο έργο. Γεννήθηκε το 1938 στο Λιμούρου της Κένυας και βαπτίστηκε ως Τζέιμς Γκούγκι. Μετά την ενηλικίωσή του απέρριψε τον χριστιανισμό και υιοθέτησε το αφρικανικό όνομα για να τονίσει την πολιτισμική του ταυτότητα. «Τα πέταλα από αίμα» εκδόθηκαν το 1977, το τελευταίο βιβλίο του στα αγγλικά. Εκτοτε δήλωσε πως θα γράφει στη μητρική του διάλεκτο, την κικούγιου, και παρότρυνε τους αφρικανούς συγγραφείς να κάνουν το ίδιο. Οι μαχητικές πολιτικές απόψεις του τού στοίχισαν πολυετή αυτοεξορία από τη χώρα του. Σήμερα είναι καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και αγγλικής φιλολογίας, καθώς και διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Γραφής και Μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Ιρβάιν). Τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγεται σταθερά στους διεκδικητές του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Ngugi wa Thiong`o

Πέταλα

από αίμα

Μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου

Εκδ. Καστανιώτη 2017, Σελ. 611

Τιμή: 21,20 ευρώ