Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα 4,19% για το 2016 στην προσπάθειά της να αποκρούσει τις πιέσεις του ΔΝΤ για περισσότερα μέτρα λιτότητας το 2018, το 2019 και το 2020. Πέραν των 3,6 δισ. ευρώ τα οποία ετοιμάζεται να ψηφίσει τις επόμενες μέρες στη Βουλή. Και είναι αλήθεια ότι απέσπασε ανακωχή από το ΔΝΤ, αλλά προσωρινή. Ο Τόμσεν μπορεί να παραδέχθηκε δημοσίως ότι το Ταμείο έπεσε έξω στις προβλέψεις του για το 2016, δεν συμμερίστηκε όμως την κυβερνητική αισιοδοξία για την ικανότητα τη ελληνικής οικονομίας να παράγει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε σταθερή βάση τα επόμενα χρόνια. Και το κυριότερο, δεν αποποιήθηκε τα δικαιώματα του Ταμείου –που απορρέουν από τον δημοσιονομικό κόφτη και τη συμφωνία της Μάλτας –να ζητήσει αύριο (το 2018) τα επιπλέον μέτρα που δεν ζήτησε τώρα.
Τι πέτυχε η κυβέρνηση; Παράταση χρόνου, την οποία όμως θα εξασφάλιζε και με ένα «λογικότερο» πρωτογενές πλεόνασμα, χωρίς το πανάκριβο τίμημα που πλήρωσε η οικονομία για να το επιτύχει. Διότι, ό,τι επιπλέον προστέθηκε στο πλεόνασμα τόσο αφαιρέθηκε από την ανάπτυξη. Το πανηγυρικό ποσοστό 4,19% του ΑΕΠ είναι το εισόδημα που αφαιρέθηκε από τα νοικοκυριά εξαιτίας των περικοπών στις συντάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, αλλά και από τους αυξημένους άμεσους και έμμεσους φόρους που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις το 2016. Είναι το εντελώς προσωρινό αποτέλεσμα των capital controls που έβγαλαν στην επιφάνεια περισσότερο ΦΠΑ από τη μαύρη οικονομία. Είναι και η εντυπωσιακή μείωση των δημόσιων επενδύσεων το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, που την τελευταία στιγμή καταδίκασαν την ελληνική οικονομία να καταγράψει ύφεση για ακόμη έναν χρόνο όταν οι αρχικές προβλέψεις μιλούσαν για ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια, το 2016 θυσιάστηκε η ανάπτυξη για ένα δυσθεώρητο πλεόνασμα το οποίο, φυσικά, δεν κατατρόπωσε τον Τόμσεν, αλλά ροκάνισε κι άλλο τα πόδια της ελληνικής οικονομίας. Ηδη, από τις αρχικές εκτιμήσεις για ανάπτυξη 2,7% φέτος, τώρα ο ένας μετά τον άλλο οι διεθνείς οργανισμοί κατεβάζουν τον πήχη στο 1% – 1,5%, ενώ οι πλέον απαισιόδοξοι μιλούν για 0,5% – 0,1% λόγω των ισχυρών υφεσιακών δυνάμεων που έρχονται από το 2016 σε συνδυασμό με την παρατεταμένη και αρκετά επιζήμια διαπραγμάτευση για τη β’ αξιολόγηση.
Συμπέρασμα: όχι μόνο δεν κερδήθηκε χρόνος, αλλά χάθηκε πολύτιμο έδαφος. Και ακόμη χειρότερα, με το «σούπερ ντούπερ» πλεόνασμα η κυβέρνηση δικαίωσε τον Σόιμπλε. Τη γερμανική λογική ότι η ελληνική οικονομία μπορεί και πρέπει να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, άρα δεν είναι άμεση ανάγκη η ελάφρυνση του χρέους, όπως ζητά το ΔΝΤ. Οταν είναι ευρέως παραδεκτό ότι πρωτογενή πλεονάσματα στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια –όπως ζητούν οι ευρωπαίοι δανειστές –δεν μπορεί να επιτύχει καμία οικονομία χωρίς να στύβει τους πολίτες της και να συνθλίβει τις προοπτικές της για το μέλλον.
Τελικά, αντί να δίνουμε τη μάχη της ανάπτυξης πανηγυρίζουμε για το υπερπλεόνασμα. Με αποτέλεσμα και τον Σόιμπλε να δικαιώνουμε και τον Τόμσεν να μην αφοπλίζουμε.