Κάποτε υπήρχε η μεσαία τάξη. Ηταν οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά ενσωματωμένη, απολάμβανε τα αγαθά της παγκοσμιοποίησης και εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της ψηφίζοντας τα «συστημικά» κόμματα. Μπορεί και να μην είχε άλλη επιλογή. Οι ενήλικες είχαν δουλειά, αισθάνονταν ασφάλεια και ήταν βέβαιοι ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν ακόμη καλύτερα από αυτούς.
Εδώ και είκοσι χρόνια, όμως, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η μεσαία τάξη –οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι αγρότες –άρχισε να συρρικνώνεται σε όλο τον δυτικό κόσμο. Η προσφορά φτηνής εργατικής δύναμης από την Κίνα ή την Ινδία, η μετανάστευση, η πρόοδος της τεχνολογίας και η εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής που διεύρυνε τις ανισότητες αντί να τις περιορίσει, προκάλεσαν ένα γενικευμένο αίσθημα φόβου και ανασφάλειας και έστρεψαν μέρος αυτών των ανθρώπων στους λαϊκιστές και τους δημαγωγούς. Αλλά τα κλασικά πολιτικά κόμματα δεν κατανόησαν εγκαίρως αυτή την αλλαγή. Και συνέχισαν να απευθύνονται σε μια τάξη που δεν υπήρχε.
Τα αποτελέσματα αυτού του ιστορικού λάθους είναι ορατά στη Βρετανία, με τη νίκη του Brexit. Στην Αμερική, με την εκλογή του Τραμπ. Και στη Γαλλία, με την κατάρρευση των κομμάτων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Ο λόγος που δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο στην Ολλανδία, επισημαίνει ο γεωγράφος Κριστόφ Γκιγιουί στον Obs, είναι ότι ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε έκανε μια πολύ αντιισλαμική και αντιτουρκική εκστρατεία. Κάτι αντίστοιχο αποπειράθηκε και ο Φρανσουά Φιγιόν βγάζοντας το βιβλίο του «Πώς θα νικήσουμε τον ισλαμικό ολοκληρωτισμό» λίγο πριν ξεκινήσει η εκστρατεία για τις primaries της Δεξιάς. Αλλά τον έφαγαν τα σκάνδαλα.
Στο λάθος των παραδοσιακών θα έρθει άραγε να προστεθεί ένα ακόμη πιο ολέθριο λάθος των ανανεωτών; Ο Εμανουέλ Μακρόν έδειξε μια αλαζονική στάση μετά την επικράτησή του στον πρώτο γύρο, συμπεριφερόταν σαν να έχει ήδη εκλεγεί, προτιμούσε να μιλά με τους ξένους ηγέτες παρά να οργώσει τις πόλεις και τις συνοικίες και να προσπαθήσει να πάρει μαζί του τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Οι συνεργάτες του κτύπησαν αμέσως το καμπανάκι, τίποτα δεν είναι δεδομένο, καμιά χαλάρωση δεν επιτρέπεται, ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς είναι πάντα μεγάλος.
Την περασμένη Δευτέρα, η Libération είχε καλέσει στα γραφεία της μερικούς μαθητές του επαγγελματικού λυκείου Σεν-Φιλίπ για να δουν με τι μοιάζει μια εφημερίδα και να παραστούν στη σύσκεψη. Εμφανίστηκαν τρεις, οι άλλοι είχαν διαγώνισμα. Από αυτούς, μόνο ο ένας είχε ψηφίσει, τον Πουτού, αλλά στον δεύτερο γύρο θα ψηφίσει Μακρόν γιατί η Λεπέν τον τρομάζει. Οι άλλοι δύο δεν έκαναν καν τον κόπο να παραλάβουν το εκλογικό τους βιβλιάριο, δεν τους ενδιαφέρει. Παρακολούθησαν την προετοιμασία του πρωτοσέλιδου που ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Μακρόν, εξέφρασαν την άποψή τους, εντυπωσιάστηκαν που και οι απλοί συντάκτες μπορούσαν να πάρουν τον λόγο. Φεύγοντας, ο ένας από τους δύο που δεν ψηφίζουν, ο Αλεξ, συμβούλεψε τους δημοσιογράφους να είναι πιο αντικειμενικοί. «Δεν πρέπει να επαναληφθεί αυτό που έγινε στην Αμερική, όπου τα μέσα ενημέρωσης έπαιζαν την Κλίντον και τελικά νίκησε ο Τραμπ», είπε. «Κατά τη γνώμη μου πρέπει να προσέξετε».