Καταλαμβάνουν για μερικές ώρες παλιούς χώρους. Επανοικειοποιούνται γνωστά κεντρικά μέρη της πόλης με περφόρμανς ή παραστάσεις. Εισβάλλουν ή ξεναγούνται σε πλατείες, στέκια, εγκαταλειμμένα κτίρια. Πρόσφατα είδαμε μέχρι και θεματικό περίπατο ξενάγησης στα Εξάρχεια. Είναι προφανές: η πόλη δεν μας ανήκει και την ανακαλύπτουμε εκ νέου. Και οι καλλιτέχνες μοιάζουν εντελώς αποκομμένοι από την κοινωνία και με θόρυβο επιχειρούν να υπενθυμίσουν την παρουσία τους. Γιατί πώς αλλιώς να περιγράψεις ή να ερμηνεύσεις όλη αυτή την καταιγίδα δρωμένων, ακόμη και στην Πλατεία Ομονοίας ή σε ξεχασμένα καφενεία και σταθμούς;
Αν τίθεται ένα ζήτημα σήμερα για την τέχνη γενικά είναι η συζήτηση γύρω από τη λαϊκότητα. Κατά πόσο όλα αυτά που γίνονται γύρω μας –και γίνονται πολλά –αφορούν ή διεισδύουν και σε ένα ευρύ κοινό. Το αφορούν. Και κατά πόσο εκείνο ανταποκρίνεται σε έλα σπιράλ συμπιεσμένου ελεύθερου χρόνου και περιορισμένων υλικών δυνατοτήτων.
Σήμερα, έχουμε περισσότερους καλλιτέχνες από ποτέ. Ενα παράδειγμα: μόνο το 2015 το περιοδικό «Αθηνόραμα» μέτρησε 1.542 παραστάσεις. Αλλες ανέβηκαν για μια μέρα και άλλες για όλη τη σεζόν. Παράλληλα η Αθήνα με εκπληκτικά ιδρύματα πολιτισμού, μουσικές σκηνές, λυρικά θέατρα, ακόμη και γκαλερί που φιλοξενούν κονσέρτα θα έλεγε κανείς πως βιώνει μια άνοιξη στις τέχνες. Προσθέστε εδώ και τα εκατοντάδες φεστιβάλ.
Κι όμως. Λες και η παρουσία ή πολλαπλότητα των επιλογών θεαμάτων ή δρωμένων κινείται αντίστροφα από τη μέση πρόσληψη των πραγμάτων. Μια πόλη με τόσα θέατρα ή τόσο νέο ευρύ κοινό για τις τέχνες είναι μια πόλη της επισφάλειας, της αποξένωσης, του θυμού, του αντιπολιτικού μένους. Πλάι στην όπερα φυτρώνουν γραφεία φασιστικού μορφώματος ή νέων σωτήρων του έθνους που υπόσχονται σβήσιμο χρεών. Οι άνθρωποι σκοτώνονται στα γήπεδα. Στα συσσίτια της Εκκλησίας βλέπεις κανονικό, τέως μεσαίο ταξικά κόσμο που δεν τα κατάφερε. Η κοινωνία κρέμεται από μια κλωστή, πλάι στα χαρούμενα ή επηρμένα πλήθη της τέχνης που επίσης μοιάζουν αποσυνδεδεμένα από αυτό που συντελείται.
Το ’60 ή το ’70 διασώθηκε στους μεγάλους κύκλους δισκογραφίας. Στο θαύμα του λαϊκού τραγουδιού. «Πίσω απ’ την πόρτα το καρφί και στο καρφί σακάκι», ένας λογοκριμένος από τη χούντα στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Και νόμιζες πως έβλεπες σε δυο αράδες όλη την κοινωνία που με αγωνία προσπαθούσε να ζήσει. Τότε, βέβαια, ακόμη, οι καλλιτέχνες ζυμώνονταν μέσα στον κόσμο. Αποτελούσαν τον πιο χρυσό του παλμογράφο. Εβλεπαν τα πράγματα από κάτω προς τα πάνω. Να ένα τεράστιο στοίχημα σήμερα.