Συχνά τον τελευταίο καιρό με συνοδεύει η μνήμη του πατέρα μου, εντείνοντας τη θλίψη των ημερών μου. Ελεγε συχνά: «Ολα θα αλλάξουν όταν έρθουμε εμείς στα πράγματα». Είχε μείνει κι αυτός πιστός, μέχρι το 1982 που έφυγε από τη ζωή, στη μεγάλη Ιδέα του κομμουνισμού που γεννούσε κάποτε σε εκατομμύρια ανθρώπους «ηλιόλουστες ελπίδες», όπως με συγκίνηση αναφέρει ο Γιάννης Καλλιόρης στο βιβλίο του η Ξύλινη Γλώσσα. Τι θα έλεγε σήμερα όταν οι σύντροφοι θα του τσάκιζαν τη σύνταξη του αρτεργάτη;
Ηταν το όραμα για έναν δίκαιο κόσμο το οποίο συντηρούν πάντοτε οι άνθρωποι, φερμένο μέσα από ένα θολό παρελθόν μαζί με τα ζωτικά τους ψεύδη. Ωστόσο το συμπαγές της «παλιάς κραυγής», όπως την ανέφερε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας, διερράγη σε ατελείωτες αιρέσεις ή συνιστώσες. Από ακραιφνείς κομμουνιστές, όψιμους ανανεωτές, πλήθος ομάδων εξτρεμιστών κουκουλοφόρων, αυριανιστών, συντρόφων πασοκικού τύπου και πλήθος άλλων του «προοδευτικού» εν γένει χώρου.
Ο καλός μου φίλος Αντώνης Βενέτης σε μια επιστολή του στην εφημερίδα Καθημερινή επισημαίνει: «Ηδη από το 1981 ο Δημήτρης Φωτιάδης έγραψε στα Ενθυμήματα (εκδόσεις Καστανιώτη): ο λαός μας πέτυχε τον στόχο του. Η Δεξιά δεν κυβερνά πια τον τόπο μας. Ανοιξε παράθυρο προς το φως, που τόσα χρόνια έμενε κλειστό. Μπορούμε πάλι να ελπίζουμε». Μόνο που σήμερα κανένας πια δεν ελπίζει σε τίποτα. Οι ποιητές που τους διαβάζω συχνά προς παρηγορία ψυχής είναι πράγματι διορατικοί. «Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός. Και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος το 1979, από άλλες αφορμές, έγραψε στο ποίημά του με τον τίτλο Πατρίδα: «…γέρασε πια και ζητιανεύει / το αδιάλλακτό μας πένθος πουλιέται στα βιβλιοπωλεία».
Πώς έγινε έτσι ο τόπος μας; Δεν πιστεύεις ότι καθημερινά συμβαίνουν δίπλα σου τόσο παράλογα, ανεξήγητα και εκκωφαντικά γεγονότα. Βανδαλισμοί σε πανεπιστήμια, σε γήπεδα, σε λεωφορεία, σε μαγαζιά. Καταλήψεις υπουργείων, σχολείων, ιδιωτικών χώρων, πάντοτε ατιμώρητα, πάντοτε με την προστασία μιας δήθεν ιδεολογίας «προοδευτικής» που έγινε το μαγικό κλειδί για κάθε εγκληματική πράξη, κάθε αυθαιρεσία και ασχημία. Βλέπεις ακόμη και σύμβολα πατρίδας στην πυρά να περνούν ως έκφραση δήθεν ελευθερίας ατομικών δικαιωμάτων, συνθέτοντας την καθημερινή ατμόσφαιρα ζόφου, αδιεξόδων και ανασφάλειας.
Το πένθος νομίζω κυματίζει σήμερα μαζί με τη σημαία. Και η σημαία ήρθε στον νου μου γιατί μένει ανυπεράσπιστη εμπρός στις λοιδορίες εκείνων που θα έπρεπε πρωτίστως να τη διαφυλάττουν ως ιερό σύμβολο μιας πνευματικής παράδοσης ασύλληπτης σε μέγεθος και σημασία, ενώ εύκολα ο καθένας μας μπορεί να τη φαντάζεται και διάστικτη από τις κηλίδες αίματος για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής απελπισίας είναι επειδή εξέλιπε και η τελευταία ελπίδα αλλαγής, αφού και η Αριστερά μέσα στην οποία κατοικούσε ακόμα για πολλούς η ελπίδα έχει διαψεύσει τόσο βάναυσα τον ελληνικό λαό με τον αμοραλισμό της και την εξαχρείωση, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου ήθους. Σήμερα το κραυγαλέο στις διαστάσεις του πολιτικό έλλειμμα συναρτώμενο με την ανυπαρξία αποτελεσματικότητας στα ανακύπτοντα διαρκώς νέα προβλήματα θα προκαλούσε θυμηδία, αν η τραγικότητα της περίστασης στην οποία βρίσκεται το λαϊκό αίσθημα δεν ήταν τόσο μεγάλη. Η ήδη υπάρχουσα σε μεγάλο βαθμό αναξιοπιστία στις πολιτικές ηγεσίες του τόπου κορυφώνεται σε πρόβλημα δυσεπίλυτο και ακανθώδες. Στη σημερινή κυβέρνηση η αθέτηση των υποσχέσεων στη βάση των οποίων υπέκλεψε ασυστόλως την ψήφο των πολιτών είναι πρωτοφανής για το μέγεθος, τον αριθμό και τη θρασύτητα με την οποία συνέβη. Η παντελής απουσία συνέπειας και αρχών υπονομεύει δραματικά το κοινωνικό ήθος και διασπά την ήδη τραυματισμένη κοινωνική συνοχή, η απώλεια της οποίας θα επιφέρει ρήξεις απείρως μεγαλύτερες από την οικονομική πτώχευση.
Εχοντας μια ασπόνδυλη και ιδιοτελή ηθική της εξουσίας ο Πρωθυπουργός της χώρας οδηγείται συχνά υπό την πίεση των γεγονότων να αντιστρέφει (πρωτοφανώς ανενδοίαστα) ό,τι στηλίτευε λίγο πριν ως απαράδεκτο ή ό,τι υποσχόταν ως απολύτως αναγκαίο. Η στάση αυτή του επικεφαλής πολιτικού μεταγγίζει αμέσως ή εμμέσως την απουσία ήθους με δύναμη μεταστατική σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, ενώ διαιρεί αντί να ενώνει το κοινωνικό σώμα στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε. Η διαδικασία αυτή της κοινωνικής διάσπασης και του αμοραλισμού είναι χαρακτηριστική της μεταπολιτευτικής περιόδου, όταν οι δυνάμεις της Αριστεράς και της «προόδου» ανήλθαν στην εξουσία και αντί να εξυψώσουν το κοινό ήθος, συνετέλεσαν στην έκπτωσή του.
Σε αυτή τη δύσκολη χρονική συγκυρία που διέρχεται ο τόπος, ο προσδιορισμός των εννοιών έθνος και πατρίδα από τις χρόνιες υπονομεύσεις τους, πιστεύω ότι θα προσέδιδε την αναγκαία αίγλη πολιτιστικών και ηθικών προτύπων, που θα συντελούσε σε ένα αίσθημα περηφάνιας και ανάτασης εν είδει ανάσας για τη συνέχεια της ελπίδας. Η αναγέννηση αυτών των εννοιών θα συνεγείρει το αίσθημα του ανήκειν και του συνανήκειν. Γιατί η πατρίδα, ως κοινός γενέθλιος τόπος που συνιστά πολιτισμική συγγένεια και αίσθηση κοινής μοίρας, δυναμώνει το αίσθημα της συνοχής και της ενότητας.
Στη σημερινή κυβέρνηση βέβαια δεν υπάρχουν τέτοιες προθέσεις. Αυτή προσχώρησε έτι περαιτέρω στον αγοραίο λαϊκισμό καλλιεργώντας, εκούσα άκουσα, κλίμα αφερεγγυότητας και ανασφάλειας, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του μηδενισμού και της αφαίρεσης ζωοποιού νοήματος από κάθε έκφανση κοινωνικού βίου. Υποταγμένη στη βραχυπρόθεσμη και κοντόφθαλμη πολιτική των Μνημονίων, δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ακόμη και η έξοδος από τα Μνημόνια δεν θα μπορέσει να βελτιώσει την ποιότητα ζωής ενός λαού ισοπεδωμένου ηθικά και πνευματικά. Μια τέτοια αντίληψη όμως θα απαιτούσε από αυτήν όχι μόνο τη γνώση των μηχανισμών του καπιταλισμού (που η όλη της πολιτεία απέδειξε ότι στερείται) αλλά και τη βαθιά καλλιέργεια της ιστορικής της συνείδησης.
Ο Σωτήρης Σόρογκας είναι ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ