Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, παρά την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τις μεγάλες μειώσεις που υπέστη στη χρηματοδότησή του από την πολιτεία, έμεινε όρθιο χάρη στο υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό του και στην ισχυρή παράδοσή του.
Οπως και το 1837 η ίδρυση πανεπιστημίου αποτέλεσε πρώτιστη και καίρια επιλογή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έτσι και σήμερα πρέπει το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πολιτείας για την έξοδο από την κρίση. Να αποτελέσει, δηλαδή, βασική προτεραιότητα της πολιτείας.
«Δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων». Εκτός από τη μακρόχρονη υποχρηματοδότηση, όμως, μεγάλο φραγμό στο έργο των πανεπιστημίων αποτελεί και η απόλυτη εξομοίωση του θεσμικού πλαισίου που τα διέπει με εκείνο της κεντρικής δημόσιας διοίκησης, χωρίς να λαμβάνονται ουδόλως υπόψη οι σημαντικές ιδιαιτερότητες της εκπαίδευσης και της έρευνας. Εχουν μετατραπεί έτσι τα ιδρύματα σε εξόχως γραφειοκρατικούς μηχανισμούς μέσα στους οποίους αναντίστοιχα μεγάλο μέρος των πόρων, ανθρώπινων και οικονομικών, καταναλίσκονται για την τήρηση των διαδικασιών και όχι για την παραγωγή έργου σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Επιπροσθέτως, τα χρονικά διαστήματα που απαιτούν οι διαδικασίες αυτές και η μεγάλη ανελαστικότητά τους βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις απαιτήσεις της εκπαίδευσης και της έρευνας. Εάν δεν γίνουν σύντομα οι κατάλληλες προσαρμογές του θεσμικού πλαισίου, θα πληγεί σε ανεπανόρθωτο βαθμό η ερευνητική δραστηριότητα των πανεπιστημίων –τα πρώτα σημάδια έχουν ήδη εμφανιστεί –και θα χαθεί περισσότερη από τη μισή μη κρατική χρηματοδότηση την οποία προσελκύουν οι καθηγητές των ιδρυμάτων (για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας η χρηματοδότηση αυτή είναι πολλαπλάσια της κρατικής επιχορήγησης). Κατά συνέπεια, θα χαθούν και δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας για νέους επιστήμονες και ερευνητές που σήμερα απασχολούνται σε ερευνητικά, αναπτυξιακά και επιμορφωτικά έργα, ενισχύοντας το στελεχιακό δυναμικό των πανεπιστημίων και του παραγόμενου ερευνητικού και αναπτυξιακού έργου, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται σημαντικά το λεγόμενο «brain drain» προς το εξωτερικό.
Οι υποδομές και ο εξοπλισμός σε πολλές περιπτώσεις αγγίζουν τα όρια αντοχής τους, αν δεν τα έχουν ξεπεράσει. Η δημόσια επένδυση σε αυτόν τον τομέα, εφόσον γίνει με πρόγραμμα και προοπτική, μπορεί να είναι πολλαπλώς αποδοτική για την κοινωνία και την οικονομία.
Το επίπεδο της φοιτητικής μέριμνας είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ύψος της χρηματοδότησης προς την ανώτατη εκπαίδευση. Επομένως, οφείλει η πολιτεία να εξασφαλίσει, ιδιαίτερα σήμερα, στους φοιτητές που έχουν πραγματικά ανάγκη ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για την απρόσκοπτη ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Μακρόπνοος σχεδιασμός και συναίνεση. Κάθε αλλαγή γενικότερα στην παιδεία πρέπει να χαρακτηρίζεται από μακρόπνοο σχεδιασμό και συναίνεση, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Δηλαδή, πρέπει να εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και εκείνων που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις όποιες αλλαγές, ήτοι των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Χωρίς αυτή τη συναίνεση καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν θα «μακροημερεύσει». Οψόμεθα!
Ο Θάνος Δημόπουλος είναι πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών