Είναι Μάιος του 2014, παραμονές ευρωεκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη αντιμνημονιακός και αντιπολιτευόμενος. «Go back, κυρία Μέρκελ. Go back, κύριε Σόιμπλε. Go back, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας» λέει από τη Μυτιλήνη ο Αλέξης Τσίπρας. Δυο χρόνια και κάτι μήνες αργότερα η καγκελάριος είναι για τον Πρωθυπουργό «ανοιχτόμυαλη» και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών «σεβαστός πολιτικός και σοβαρός αντίπαλος». Την ίδια ώρα, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούν τη ΝΔ και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι δίνουν «διαπιστευτήρια υποταγής» στο Βερολίνο.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και γιατί αυτή η σχέση ετεροκαθορίζεται; Πρόκειται για ιδεολογική σύγχυση; Εξυπηρετεί άραγε συγκεκριμένη στρατηγική; Τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ όσο φαίνονται. Μιλώντας ο ίδιος για αυταπάτες, ο Πρωθυπουργός δείχνει να κατάλαβε από την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ότι η «επανάσταση» απέναντι στη Γερμανία μπορούσε να έχει έναν και μόνο ηττημένο: την Ελλάδα. Ετσι η προσέγγιση των δύο πλευρών υπήρξε γοργή και εξίσου γοργά έσπασε ο πάγος ανάμεσα στην Ανγκελα Μέρκελ και τον Αλέξη Τσίπρα, μολονότι η σχέση αυτή και κατ’ επέκταση οι σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις.
Αθήνα καλεί Βερολίνο
Η πρώτη επίσκεψη Τσίπρα στο Βερολίνο με κάθε επισημότητα δεν άργησε να έρθει, ενώ άνοιξε ένας δίαυλος επικοινωνίας που παραμένει ακόμη και σήμερα ανοιχτός, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές, μάλιστα, ο Πρωθυπουργός προσέτρεξε στη γερμανική βοήθεια με τελευταίο παράδειγμα τη διελκυστίνδα ΔΝΤ – Βερολίνου για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους και τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας στο Eurogroup της Μάλτας.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα είχε –και έχει –να αντιμετωπίσει την άτεγκτη στάση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οι περιπτώσεις όπου ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ενήργησε ως ο κακός της υπόθεσης και η καγκελάριος ως η καλή ήταν πολλές, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι η κυρία Μέρκελ δεν παρείχε κάλυψη στον υπουργό της. Τουναντίον, υπήρξαν φορές που αποτέλεσε αιτία για να ψυχρανθούν, έστω και προσωρινά, οι σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου.
Η ελληνική πλευρά εκτιμά πάντως πως αυτή η σχέση βρίσκεται στο τέλος της, δεδομένου ότι το πιθανότερο σενάριο θέλει τον Σόιμπλε να εγκαταλείπει τον θώκο του υπουργού Οικονομικών μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία το φθινόπωρο. Ετσι, ανθίσταται ισχυρά στις πιέσεις του το τελευταίο διάστημα, ωστόσο το Μαξίμου εμφανίζεται να αξιοποιεί τον δίαυλο επικοινωνίας Τσίπρα – Μέρκελ όχι μόνο για όσα αφορούν τον Σόιμπλε αλλά και για το γεγονός ότι η επαφή Μέρκελ – Λαγκάρντ είναι αυτή που μπορεί τελικά να γεφυρώσει το χάσμα ΔΝΤ – Γερμανίας για το χρέος προς όφελος της ελληνικής πλευράς.
Αν υπάρχει, άλλωστε, μια ελπίδα να πάρει η Ελλάδα αυτά που προσδοκά για το χρέος και μάλιστα σύντομα, είναι ακριβώς οι προθέσεις και η τυχόν συναντίληψη των δύο ισχυρών κυριών, αφού ο γερμανός υπουργός Οικονομικών εξακολουθεί να δείχνει πως το καλύτερο σενάριο για τον ίδιο είναι να… κλωτσήσει το τενεκεδάκι με το χρέος ώς τις ομοσπονδιακές κάλπες. Σενάριο που δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφικό για την Ελλάδα και την πορεία της οικονομίας, ανεξαρτήτως της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, αφού θα μπλοκάρει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα φρενάρει την οικονομία. Με αποτέλεσμα να ακυρωθεί στην πράξη και το success story που επιδιώκει να χτίσει η κυβέρνηση και να αλλάξει το αφήγημά της σε μια ύστατη προσπάθεια να κερδίσει πολιτικό χρόνο ώς το τέλος του 2018 και να συγκρατήσει τη φθορά της.
Φίλοι στο άλλο στρατόπεδο
Στην προσέγγιση Αθήνας – Βερολίνου το τελευταίο διάστημα έπαιξαν ρόλο και άλλα πρόσωπα. Κλειδί για τη συμφωνία της Μάλτας φαίνεται πως ήταν οι επαφές του Πρωθυπουργού με τον αντικαγκελάριο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και τον γερμανό πρόεδρο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, οι οποίοι μάλιστα επισκέφθηκαν πρόσφατα την Ελλάδα. Και οι δύο προέρχονται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), το οποίο κατεβάζει ως υποψήφιο καγκελάριο τον Σεπτέμβριο τον Μάρτιν Σουλτς. Μολονότι ως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου δεν είχε υποστηρίξει πάντοτε με θέρμη τις ελληνικές θέσεις και ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε επικριτικός προς τον Τσίπρα και την πολιτική του, ο Σουλτς υπόσχεται τώρα τον τερματισμό της λιτότητας στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα το Μαξίμου να ποντάρει στην υποψηφιότητά του.
Ο ίδιος ο Τσίπρας, ωστόσο, καλείται να ισορροπήσει επιδέξια ανάμεσα στον υποψήφιο του SPD και τη Μέρκελ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι επεφύλαξε τον χαρακτηρισμό «ανοιχτόμυαλη» για την καγκελάριο στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του αναφερόμενος συγκεκριμένα στη στάση της για το Προσφυγικό. Και πράγματι, η Ελλάδα οφείλει μεγάλο μέρος της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό –η οποία έφερε ανάσχεση των ροών στο Αιγαίο –στην καγκελάριο. Η Μέρκελ έχει υποστεί, άλλωστε, ισχυρό πλήγμα στη δημοτικότητά της από το Προσφυγικό, ενώ εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας εφόσον εκείνη δεν πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Κάτι που εξυπηρετεί αναφανδόν τις επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας, ιδιαίτερα με την ένταση να χτυπά κόκκινο στο Αιγαίο και το Κυπριακό να παραμένει ανοιχτό.
Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και η αλλαγή φρουράς στη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα το καλοκαίρι. Τον Πέτερ Σόοφ διαδέχεται ο Γενς Πλέτνερ, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του γραφείου του προέδρου Σταϊνμάγερ κατά τη διάρκεια της θητείας του στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών. Σημαντικό ρόλο στην ανοιχτή γραμμή μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου παίζει και το «νούμερο δύο» της πρεσβείας, ο επιτετραμμένος Μαρκ Μπόγκνταν ο οποίος ήδη υπηρετεί στην Αθήνα.
Ο άνθρωπος από τη Γαλλία
Στις σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου, όμως, εμπλέκεται άμεσα και το Παρίσι. Μολονότι το Βερολίνο έχει αναμφισβήτητα προβάδισμα στο γαλλογερμανικό μπρα ντε φερ, η Γαλλία αποτελούσε και αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Ελλάδας. Και ωσάν η ιστορία να επαναλαμβάνεται, όπως με την καγκελάριο Μέρκελ, έτσι ο Τσίπρας ξέχασε γρήγορα τον χαρακτηρισμό «Ολαντρέου» στον απερχόμενο γάλλο πρόεδρο προεκλογικά ενθυμούμενος ως Πρωθυπουργός ότι έχει στο πλευρό του έναν καθοριστικό σύμμαχο: τον Φρανσουά Ολάντ.
Τι προσδοκά τώρα η Ελλάδα από τη διαφαινόμενη εκλογή Μακρόν; Το βασικό είναι τη σταθερότητα στη σχέση που έχει χτιστεί με το Παρίσι τα δύο τελευταία χρόνια, αφού και ο Εμανουέλ Μακρόν διετέλεσε υπουργός του Ολάντ. Αν και στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν φωνές που υποστήριξαν πως η εκλογή Λεπέν θα μπορούσε να «ταρακουνήσει» την Ευρώπη και να βοηθήσει τις ελληνικές επιδιώξεις, σε κυβέρνηση και κόμμα επικράτησαν οι ψύχραιμοι και νουνεχείς οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν ακόμη και την ιδέα να «πατήσουν» οι επιδιώξεις της κυβέρνησης στην Ακροδεξιά.
Υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο υποψήφιος πρόεδρος και νικητής του α’ γύρου των γαλλικών εκλογών ενδέχεται να μεσολάβησε στην επαφή Τσίπρα με τη Rothschild στο Παρίσι καθώς ο οίκος θα είναι εκ των συμβούλων της ελληνικής πλευράς για το χρέος και ο Μακρόν ήταν στο παρελθόν στέλεχός του. Είναι άγνωστο αν αυτό επιβεβαιώνεται ή απλώς ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Γεγονός είναι, όμως, ότι ένας από τους μέντορές του είναι ο φιλέλληνας Ζακ Αταλί, ο οποίος υπήρξε σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν και του Ολάντ και το καυτό καλοκαίρι του 2015, πριν το δημοψήφισμα είχε παρέμβει δημοσίως υπέρ των ελληνικών θέσεων και φέρεται επίσης να συμμετείχε σε παρασκηνιακές επαφές και διαβουλεύσεις.