Η αποκατάσταση των επιπέδων ενός ενζύμου με τη βοήθεια της γονιδιοθεραπείας μπορεί να βελτιώνει σημαντικά την αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Το ένζυμο παράγεται από μία συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου και μετατρέπει σε ντοπαμίνη το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο φάρμακο για τη νόσο.
Η ντοπαμίνη είναι η ουσία που ελέγχει κινήσεις του σώματος. Όταν ένας άνθρωπος έχει νόσο Πάρκινσον, πεθαίνουν σταδιακά τα εγκεφαλικά κύτταρα που την παράγουν, με συνέπεια να εκδηλώνονται τα κινητικά συμπτώματά του.
Νεότερα δεδομένα, όμως, έχουν δείξει ότι ταυτοχρόνως αρχίζουν να πεθαίνουν και τα κύτταρα που παράγουν το συγκεκριμένο ένζυμο, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να παύει να αποδίδει η κύρια θεραπεία για τη νόσο: το φάρμακο λεβοντόπα.
Η γονιδιοθεραπεία που αποκαθιστά το ένζυμο δοκιμάστηκε σε 10 ασθενείς και μέσα σε έξι μήνες αυξήθηκαν σημαντικά τα επίπεδά του ενώ βελτιώθηκε η αποτελεσματικότητα της λεβοντόπας.
Τα ευρήματα αυτά, που ανακοινώθηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (ΑΑΝ2017)που διεξάγεται 22-28 Απριλίου 2017 στη Βοστώνη, είναι πολύ ενθαρρυντικά και «θα μπορούσε να αποτελέσουν την απαρχή για κάτι καλύτερο στο μέλλον», σχολίασε ένας κορυφαίος Έλληνας ειδικός στη νόσο Πάρκινσον.
Τα στάδια της νόσου
Όπως όλες οι ασθένειες, έτσι και η νόσος Πάρκινσον έχει ορισμένα στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, το προκλινικό, τα συμπτώματα είναι κυρίως μη κινητικά, δηλαδή σιελόρροια, δυσκοιλιότητα, άγχος, ανήσυχος ύπνος, απώλεια της όσφρησης κ.ά., εξηγεί ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν.
Στη συνέχεια εκδηλώνεται το κλινικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από σταδιακή εμφάνιση των κινητικών συμπτωμάτων (βραδυκινησία, τρέμουλο, δυσκινησία, αστάθεια).
«Στο στάδιο αυτό αρχίζει συνήθως η χορήγηση φαρμάκων, με πρώτη τη λεβοντόπα η οποία, με τη βοήθεια ενός ενζύμου που λέγεται αρωματική L-αμινοξυδεκαρβοξυλάση (ή για συντομία AADC), μετατρέπεται σε ντοπαμίνη», λέει ο δρ Ζήκος.
Οι ασθενείς που αρχίζουν να παίρνουν φάρμακα, έχουν τόσο καλή ανταπόκριση τα πρώτα χρόνια ώστε νομίζουν ότι θεραπεύτηκαν. Όταν όμως περάσει ο «μήνας του μέλιτος», όπως τον αποκαλούν, τα κινητικά συμπτώματα επιστρέφουν επίμονα, παρά τις αυξανόμενες και συχνότερες δόσεις της λεβοντόπας.
Έτσι, μοιραία βρίσκονται κάποια στιγμή σε μία κατάσταση κατά την οποία δεν μπορούν πια να ελέγξουν τον τρόμο (τρέμουλο), τη δυσκινησία και την αστάθειά τους και περνούν πολλές ώρες καθημερινά με σοβαρά κινητικά προβλήματα.
Σε αυτό το στάδιο αξιολογούνται για να διαπιστωθεί εάν θα μπορούσαν να βοηθηθούν από επεμβατικές θεραπείες (τοποθέτηση αντλίας συνεχούς παροχής φαρμάκων ή νευροδιεγέρτη).
Η νέα μελέτη
Όπως ανακοίνωσαν στο συνέδριο ΑΑΝ2017 επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF), η μείωση της αποτελεσματικότητας της λεβοντόπας φαίνεται πως οφείλεται στην σταδιακή απώλεια του ενζύμου AADC.
Έτσι θέλησαν να εξακριβώσουν εάν θα μπορούσαν να διορθώσουν το πρόβλημα, κάνοντας έγχυση του γονιδίου που κωδικοποιεί το ένζυμο AADC σε μία δομή του εγκεφάλου που λέγεται κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα και παίζει καθοριστικό ρόλο στις κινήσεις.
Το γονίδιο τοποθετήθηκε σε έναν αβλαβή ιό και η έγχυση έγινε με μικροχειρουργική επέμβαση ενόσω οι ασθενείς βρίσκονταν σε μαγνητικούς τομογράφους, ώστε να βλέπουν οι γιατροί με ακρίβεια το σημείο της έγχυσης.
Οι ερευνητές ήλπιζαν ότι μόλις το γονίδιο του AADC εξαπλωνόταν στα κύτταρα του κελύφους, θα «γυρνούσε πίσω το ρολόι του χρόνου», ώστε να ξαναρχίσει η λεβοντόπα να μετατρέπεται σε ντοπαμίνη. Πρωταρχικός στόχος της έρευνάς τους, όμως, ήταν να αξιολογήσουν την ασφάλεια της γονιδιοθεραπείας τους και δευτερεύων στόχος να αξιολογήσουν την έκφραση και τη δραστηριότητα του ενζύμου AADC μετά τη θεραπεία. Γι’ αυτό οι 10 ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη τους έπασχαν από προχωρημένη νόσο Πάρκινσον.
Όπως διαπίστωσαν, η θεραπεία ήταν καλά ανεκτή από όλους, αφού δεν εκδήλωσαν ιδιαίτερες παρενέργειες, ενώ έξι μήνες μετά την έγχυση η ενζυμική δραστηριότητα είχε αυξηθεί έως 56%, ανάλογα με την δόση του γονιδίου που χορηγήθηκε (δοκιμάστηκαν δύο διαφορετικές δόσεις, μία χαμηλή και μία υψηλή).
Επιπρόσθετα, στους 12 μήνες από την έγχυση η κινητική λειτουργία και η ποιότητα ζωής των ασθενών είχε βελτιωθεί αισθητά, καθώς αυξήθηκε κατά 4,1 ώρες το 24ωρο ο χρόνος καλής λειτουργικότητας που είχαν.
Επιπλέον, μπόρεσαν να μειώσουν έως 35% τις δόσεις της λεβοντόπας που έπαιρναν.
Ο δρ Ζήκος χαρακτήρισε τα ευρήματα αυτά «συναρπαστικά και ελπιδοφόρα», αλλά έσπευσε να επισημάνει πως η όλη έρευνα βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια και «πρέπει να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι διότι έχουμε δει θεραπείες να αποτυγχάνουν ακόμα και στο τελικό στάδιο των κλινικών δοκιμών».
Παρ’ όλα αυτά, , είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα που θα μπορούσε στο μέλλον να παρατείνει τη διάρκεια της ανταπόκρισης των ασθενών στα φάρμακα και την καλή ποιότητα ζωής που επιτυγχάνεται με αυτά», κατέληξε.