Κορυφαίο εργαστήριο ανθρωπολογίας στη Γερμανία υποστηρίζει ότι εντόπισε ανθρώπινο DNA μέσα σε σπήλαια που είχαν κατοικηθεί στην προϊστορία -ανοίγοντας πιθανώς ένα νέο παράθυρο στην ανθρώπινη εξελικτική ιστορία.
Τα ανθρώπινα οστά και δόντια, που μέχρι σήμερα είναι η κύρια πηγή του αρχαίου DNA, είναι σπάνια σε τοποθεσίες με άλλα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας. Όταν όμως οι συνθήκες είναι κατάλληλες, με χαμηλή υγρασία και θερμοκρασία, το DNA μπορεί να επιβιώσει στο χώμα έως και 700.000 χρόνια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γενετιστή Ματίας Μέγιερ του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας «Μαξ Πλανκ» στη Λειψία, εξηγούν στο περιοδικό Science πώς συνέλεξαν δείγματα εδάφους από επτά σπήλαια της Ευρώπης και της Ρωσίας, όπου ζούσαν σύγχρονοι άνθρωποι, Νεάντερταλ ή οι μυστηριώδεις «άνθρωποι της Ντενίσοβα».
Οι γενετιστές ανίχνευσαν ανθρώπινο μιτοχονδριακό DNA σε τέσσερα από τα επτά σπήλαια, το οποίο πιθανώς προερχόταν από κόπρανα, ούρα και άλλα σωματικά υγρά, τρίχες ή τμήματα μαλακών ιστών.
Έχοντας βελτιώσει μια τεχνική που έως τώρα χρησιμοποιείτο για την ανίχνευση του DNA φυτών και ζώων, οι επιστήμονες κατάφεραν να βρουν και να ξεχωρίσουν το γενετικό υλικό που ανήκε στους ανθρώπους και στους συγγενείς μας, από το DNA που προερχόταν από ζώα (μαμούθ, αρκούδες, ρινόκερους, ύαινες κ.α.). Με πιο εξειδικευμένες αναλύσεις οι ερευνητές μπόρεσαν να διακρίνουν αν το DNA προερχόταν από σύγχρονο άνθρωπο, Νεάντερταλ ή Ντενίσοβαν.
Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ, διάσημος σουηδός παλαιογενετιστής Σβάντε Πεέμπο, δήλωσε ότι «η νέα μέθοδος θα γίνει βασικό εργαλείο στην αρχαιολογία, ίσως όπως η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα».
Άλλοι επιστήμονες πάντως, όπως ο διακεκριμένος δανός παλαιογενετιστής Έσκε Βίλερσλεβ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εμφανίσθηκαν πιο επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας ότι δεν είναι εύκολο να χρονολογηθεί πόσο παλιό είναι το έδαφος μέσα στο οποίο βρίσκεται το ανθρώπινο DNA.