Για να φτάσεις σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή στόχο, πρέπει να ξέρεις προς τα πού και πώς να πας. Κι αυτό που λείπει από την εκπαίδευση, πέρα από τα χρήματα, είναι ότι ποτέ η χώρα δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει την κοντόφθαλμη προοπτική αλλαγών που είχαν στόχο απλώς να αναδείξουν μια υπουργική θητεία ώσπου να γκρεμιστούν από τον επόμενο, υπουργό ή κυβέρνηση. Και όλες οι δηλώσεις περί απόπειρας πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης μέσω θεσμών, όπως λ.χ. τα Εθνικά Συμβούλια Παιδείας, γνωρίζουμε πώς κατέληξαν. Είναι γνωστό με τι είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση…
Τελευταία, την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής ως προς τις δύο πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες διαπίστωσε και το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, που περιγράφει παραστατικά ότι «η μικρή έως οριακή μεταβολή του συνθετικού δείκτη απόδοσης συνολικά της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τιμές υστέρησης ή και οριακής απόδοσης κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας (2005-2014) είναι ενδεικτική ενός συστήματος που κινείται με δυνάμεις αδράνειας στην κατεύθυνση της συντήρησης των παθογενειών του και σε κάθε περίπτωση δεν καταγράφει χαρακτηριστικά ενός δυναμικού, καινοτόμου και αναπτυξιακού εργαλείου για την προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας».

Οι εξαιρέσεις

στον κανόνα

Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πάλι, παρ’ όλες της τις στρεβλώσεις και την υποχρηματοδότηση, τα πράγματα δεν είναι μόνο μαύρα. Αν κοιτάξει κανείς τις διάφορες διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων, όπως λ.χ. την πρόσφατη κατάταξη της εταιρείας QS Quacquarelli Symonds, θα βρει μέσα και έξι ελληνικά πανεπιστήμια, έστω κι αν τα πέντε από τα έξι σημείωσαν πτώση σε σύγκριση με την προηγούμενη κατάταξή τους. Βλέπουμε λοιπόν ότι χάρη στις –περίπου ηρωικές –προσπάθειες των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, ιδρύματα όπως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ακόμα και με πτώση, βρίσκεται ανάμεσα στα 400 καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως, ενώ το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης ανάμεσα στα 500. Η χώρα έχει εκπροσώπους και στα κορυφαία 300 των ερευνητικών ιδρυμάτων –Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κρήτης και Πατρών. Αλλά και άλλη πρόσφατη διεθνής έρευνα ανέδειξε δεκατέσσερα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας σε υψηλές θέσεις. Πρόκειται για τη διεθνή λίστα κατάταξης Eduniversal για το 2016-17, που αξιολόγησε περισσότερα από 17.000 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών από 154 χώρες. Το πρόγραμμα Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΟΠΑ κατετάγη στην 9η θέση της παγκόσμιας κατάταξης στον τομέα καλλιτεχνικής και πολιτιστικής διαχείρισης, το Διεθνούς Ναυτιλίας στην 31η στον τομέα εφοδιασμού και logistics κι ακόμα δώδεκα προγράμματα καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις.

Από τα ψηλά

στα χαμηλά

Στο εσωτερικό, τώρα, η έκθεση της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), με τις εξωτερικές αξιολογήσεις όλων των πανεπιστημίων και ΤΕΙ της χώρας (22 πανεπιστήμια και 14 ΤΕΙ), έδειξε ότι ποσοστό 27,8% αξιολογείται ως «άξιο θετικής μνείας», ενώ το 61,1% έλαβε «θετική αξιολόγηση», το 11,1% «μερικώς θετική» και δεν υπήρξε αρνητική αξιολόγηση. Στην πλειοψηφία των εκθέσεων αναγνωρίζονται ως θετικά στοιχεία η αποτελεσματικότητα της διοίκησης των ιδρυμάτων και η ποιότητα των ανθρώπινων πόρων.
Στον αντίποδα, ως αρνητικά καταγράφονται θέματα θεσμικού περιεχομένου και προβλήματα με το υπουργείο Παιδείας (περιορισμοί στη διοίκηση και διαχείριση – υπερρύθμιση), ενώ θα πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικές η επικοινωνία και η εμπλοκή των μελών των ιδρυμάτων στον στρατηγικό προγραμματισμό και την υλοποίησή του. Επισημαίνεται ακόμα η ανάγκη παροχής προτεραιότητας στους μηχανισμούς διεθνοποίησης και εξωστρέφειας. Εμπόδια εντοπίζονται στις περικοπές της χρηματοδότησης καθώς και στην έλλειψη διδακτικού και διοικητικού προσωπικού και συστήνεται η ενίσχυση της κινητικότητας και της διεθνοποίησης. Η στρατηγική για τη φοιτητική πρόνοια οφείλει να εστιαστεί στη μέγιστη δυνατή κάλυψη αναγκών στέγασης.

Χωρίς δουλειά,

εκπαίδευση, κατάρτιση

Από την άλλη, η συνεχιζόμενη κατάρτιση στην Ελλάδα πάσχει και απόδειξη είναι το γιγαντωμένο πρόβλημα των λεγόμενων ΝΕΕΤ (Νο Employment, Education, Training), δηλαδή των νέων που δεν έχουν εργασία, δεν σπουδάζουν και δεν καταρτίζονται επαγγελματικά. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό ΝΕΕΤ στις χώρες του ΟΟΣΑ μετά την Τουρκία και την Ιταλία, αλλά και το υψηλότερο ποσοστό ΝΕΕΤ που κατέχουν πανεπιστημιακούς τίτλους! Το κόστος αυτών των παιδιών για την ελληνική οικονομία αποτιμάται στο 2% του ΑΕΠ και είναι μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Φανταζόμαστε όλοι, λοιπόν, τι θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνική παιδεία αν τα ιδρύματα στη χώρα μας διέθεταν πόρους και εφόσον επικρατούσαν λογικές συνεργασίας και ευγενούς άμιλλας ανάμεσά τους. Σε αντίθεση με τους γίγαντες που έχουν πήλινα πόδια, τα δικά τους είναι πολύ γερά, αλλά δεμένα.