Η λήψη ορισμένων αντιβιοτικών κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο αποβολής, σύμφωνα με μία νέα ανάλυση.
Η συσχέτιση παρατηρήθηκε με πέντε οικογένειες αντιβιοτικών, ενώ με δύο άλλες όχι.
Οι ειδικοί λένε ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι γυναίκες που παίρνουν αντιβιοτικά δίχως να γνωρίζουν ακόμα ότι είναι έγκυοι, δεδομένου ότι οι μαιευτήρες είναι ούτως ή άλλως πολύ προσεκτικοί στην χορήγηση φαρμάκων στις εγκύους.
Η νέα ανάλυση δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση της Καναδικής Ιατρικής Εταιρείας (CMAJ).
Σύμφωνα με αυτήν, τα αντιβιοτικά που σχετίζονται με αυξημένες πιθανότητες αποβολής του εμβρύου είναι οι μακρολίδες, οι κινολόνες, οι τετρακυκλίνες, οι σουλφοναμίδες και η μετρονιδαζόλη.
Ωστόσο η ερυθρομυκίνη και η νιτροφουραντοΐνη, που συχνά χορηγείται για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων στην εγκυμοσύνη, δεν συσχετίσθηκαν με αυξημένο κίνδυνο.
«Οι λοιμώξεις είναι πολύ συνηθισμένες στις εγκύους και μολονότι η χρήση αντιβιοτικών εναντίον τους έχει σχετισθεί με μειωμένες πιθανότητες πρόωρης γέννησης του βρέφους και χαμηλού βάρους γέννησης, η έρευνά μας υποδηλώνει ότι ορισμένα αντιβιοτικά μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αυτόματης αποβολής», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Ανίκ Μπεράρντ, καθηγήτρια στο Τμήμα Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου του Μόντεαλ, στον Καναδά.
Αναλόγως με το αντιβιοτικό, η αύξηση του κινδύνου αποβολής κυμαίνεται από 60% έως διπλασιασμό, πρόσθεσε.
Περίπου μία στις τρεις κυήσεις καταλήγει σε αποβολή, γεγονός που υποδηλώνει ότι μερικές φορές η λήψη ενός αντιβιοτικού από την έγκυο μπορεί να σημαίνει πάνω από 50% πιθανότητες αποβολής, επομένως «η αύξηση του κινδύνου είναι πολύ σημαντική», τόνισε η δρ Μπεράρντ.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με σύγκριση 8.702 κυήσεων που κατέληξαν σε αποβολή και 87.020 κυήσεων που εξελίχθηκαν ομαλά. Η ηλικία όλων των εγκύων κυμαινόταν από 15 έως 45 ετών.
Ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για αποβολή είναι η ηλικία, καθώς στις γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 ετών οι πιθανότητες αποβολής είναι μία στις 10, αλλά μετά τα 45 φθάνουν το 50%.