Από τον καιρό του παλιού ελληνικού σινεμά έρχεται στην επικαιρότητα το εμφαντικό ερώτημα του Βασίλη Αυλωνίτη: «Πού πάμε, ρε, πού πάμε;».
Πού να ‘ξερε ο καλός ηθοποιός ότι μεταξύ των άλλων θα έμενε στη μνήμη μας γι’ αυτήν την κλασική ατάκα και ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ πολλοί την επαναλαμβάνουν μαζί του.
Μερικοί στην κυβέρνηση νομίζουν ότι ξέρουν πού πάμε, και μάλιστα μας οδηγούν! Οι Ελληνες όμως φύσει αμφισβητίες αμφιβάλλουν και φοβούνται για τα χειρότερα. Πώς αλλιώς να σκεφτούν, όταν άλλα ακούν και άλλα βλέπουν, όταν γνωρίζουν ότι σε δύο τρία χρόνια θα εφαρμοστούν μέτρα που θα υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο το επίπεδο διαβίωσής τους;
Παρακολουθεί άφωνος ο πολίτης να (τον) δουλεύουν όλοι γι’ αυτόν χωρίς αυτόν! Αν αντιδράσει με την ψήφο του τον λένε λαϊκιστή: «εσύ ψήφισες, καλά να πάθεις!».
Αν διαμαρτυρηθεί, τον λένε γραφικό: «πού ζεις; δεν βλέπεις που άλλαξαν τα πράγματα παγκοσμίως;». Αναρωτιέται ποιος τα άλλαξε; Μα προφανώς αυτός! Αυτός δεν ψήφισε τον Τραμπ; Αυτός δεν ψήφισε το Brexit; Αυτός δεν ανεβάζει τα ποσοστά της Λεπέν και των άλλων φασιστοειδών εδώ κι εκεί; Ο ορθολογισμός μάς λέει ότι αποτέλεσμα χωρίς αιτία δεν υπάρχει. Το πώς φτάσαμε ώς εδώ κανείς δεν το εξετάζει! Το πώς θα σταματήσει αυτή η κατρακύλα κανέναν δεν φαίνεται να απασχολεί. Η δημοκρατία που ψηφίζει από οργή ή από φόβο δεν είναι υγιής.
Αν οι πολιτικοί, ευρωπαίοι και ντόπιοι, δεν αντιδράσουν, δεν αλλάξουν, δεν αποφασίσουν να κυβερνήσουν, δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα! Η τοποτήρηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης δεν αρκεί! Η Ιστορία σε αντίστοιχες περιπτώσεις δείχνει πολέμους. Το χρήμα δεν έχει Θεό κι ούτε μπορεί να τον αντικαταστήσει. Οι εθνικισμοί ξύπνησαν ήδη, βοηθούσης της κοινωνικής ανισότητας και του φόβου της μετανάστευσης. Οι αφορμές είναι πολλές, αρχίζοντας από τη γειτονιά μας.
Η Ελλάδα και τα προβλήματά της μπορεί να φαίνονται μικρά στο διεθνές γίγνεσθαι αλλά αναλόγως των περιστάσεων μπορεί να εξελιχθούν σε μεγάλα. Η ΕΕ είναι εύθραυστη. Σήμερα μάς δανείζει, αύριο; Αλλες κρίσεις έρχονται. Το αριστερά – δεξιά μετατρέπεται τάχιστα σε σύστημα – αντισύστημα. Οι πολιτικοί μας το βλέπουν;
Μακριά από εμάς η κινδυνολογία που επηρεάζει αρνητικά το ψυχολογικό υπόβαθρο. Η πολιτική ασκείται με τον νου κι αυτό μας απασχολεί. Η σταθερότητα αποτελεί μέγιστο αγαθό. Κάθε κίνηση εκεί οφείλει να αποβλέπει. Μόνο τότε ίσως υπερβούμε το αυλωνίτειο «πού πάμε, ρε, πού πάμε;».
Ο Τηλέμαχος Χυτήρης είναι πρώην υπουργός