Πριν από λίγες ημέρες επισκέφθηκα ένα φιλικό ζευγάρι. Επιστήμονες, γύρω στα πενήντα, μικροαστικής καταγωγής, άνθρωποι που έχουν δουλέψει πολύ στη ζωή τους όχι τόσο για την καριέρα –που ούτως ή άλλως έκαναν –αλλά για να εξασφαλίσουν στα παιδιά και στους εαυτούς τους μια ζωή καλύτερη από αυτήν που έζησαν οι γονείς τους. Οπως λέμε, δηλαδή, έκαναν τα κουμάντα τους. Αν θέλετε, σε συνθήκες όχι απόλυτης κανονικότητας αφού αναφερόμαστε στην εποχή της ασύμμετρης ανάπτυξης. Αλλά σε αυτές τις συνθήκες βρέθηκαν και αντί να αμολάνε τσιτάτα από το φυσοκάλαμο του κομματικού σωλήνα εν αναμονή διορισμού, ανασκουμπώθηκαν να μεγαλώσουν δύο παιδιά.
Στην είσοδο του σπιτιού τους είδα κάποιους φακέλους που θεώρησα ότι είχαν ξεχαστεί. «Δεν τους έχουμε ξεχάσει» μου είπαν όταν το ανέφερα, «αλλά ανάμεσά τους είναι ο λογαριασμός της ΔΕΗ και φοβόμαστε, προς το παρόν, να τον ανοίξουμε». Για άλλη μία φορά, τον τελευταίο καιρό, θύμωσα πολύ. Για μια κυβέρνηση που έχει στοχοποιήσει ανθρώπους έντιμους και παραγωγικούς όπως οι φίλοι μου. Και που σε αυτή την ηλικία, ενώ δουλεύουν, φοβούνται να ανοίξουν τον λογαριασμό της ΔΕΗ γιατί κάποιοι κάνουν κοινωνικές παροχές με τα δικά τους, δουλεμένα, χρήματα. Ούτε μνημονιακή υποχρέωση είναι αυτό ούτε οικονομική πολιτική. Ωρες ώρες μου μοιάζει με ατόφια κακία για όσους τόλμησαν, σε παρελθόντα χρόνο, να μη συντονιστούν με την άποψη ότι η καριέρα είναι χολέρα. Και έκαναν τα κουμάντα τους. Η κακοκρυμμένη ειρωνεία του Πρωθυπουργού όταν αναφερόταν στους εκδρομείς του Πάσχα και η απροκάλυπτη στη μακροσκελή ανακοίνωση του κυρίου Σπίρτζη με κάνουν να το πιστεύω όλο και περισσότερο.